Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.075 εγγραφές [981 - 990] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λοφωτός -ή -ό [lofotós] Ε1 : (συνήθ. για πτηνά) που έχει λοφίο.
[λόγ. λόφ(ος) -ωτός μτφρδ. γαλλ. huppé]
- λοχαγός ο [loxaγós] Ο17 : (στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από τον υπολοχαγό και κατώτερος από τον ταγματάρχη. || αξιωματικός του στρατού ξηράς, που διοικεί λόχο, ίλη ή πυροβολαρχία. || ~ ιατρός / κτηνίατρος, στρατιωτικός γιατρός / κτηνίατρος του υγειονομικού σώματος του στρατού ξηράς με βαθμό λοχαγού.
[λόγ. < αρχ. (δωρ. διάλ.) λοχαγός `αρχηγός στρατιωτικού σώματος συνήθ. 100 στρατιωτών΄]
- λοχεία η [loxía] Ο25 : χρονικό διάστημα σαράντα περίπου ημερών, κατά το οποίο η λεχώνα παραμένει στο σπίτι: Άδεια λοχείας. || η κατάσταση της λεχώνας.
[λόγ. < ελνστ. λοχεία, αρχ. σημ.: `γέννα΄]
- λοχίας ο [loxías] Ο3 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το δεκανέα και κατώτερος από τον επιλοχία: ~ σιτιστής / υπηρεσίας. ~ ΕΠY, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης.
[λόγ. λόχ(ος) -ίας]
- λόχιος -α -ο [lóxios] Ε6 : (κυρ. ως ουσ. στον πληθ.) τα λόχια, τα υγρά εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα μετά τον τοκετό και κατά τη διάρκεια της λοχείας.
[λόγ. επίθ. < αρχ. τά λόχια]
- λόχμη η [lóxmi] Ο30 : τμήμα δάσους με πολύ πυκνή θαμνώδη βλάστηση: Στις λόχμες βρίσκουν καταφύγιο τα άγρια ζώα και τα θηράματα.
[λόγ. < αρχ. λόχμη]
- λόχος ο [lóxos] Ο18 : μονάδα του στρατού ξηράς, υποδιαίρεση του τάγματος, που αποτελείται από 130-150 άνδρες και διοικείται από λοχαγό: Διοικητής του λόχου.
[λόγ. < αρχ. λόχος `στρατιωτικό σώμα΄, ελνστ. σημ.: `σώμα 100 στρατιωτών΄]
- λυγαριά η [liγarjá] Ο24 : θαμνώδες φυτό με λεπτά και ευλύγιστα κλαδιά. || λεπτή και ευλύγιστη βέργα, κλαδί λυγαριάς: Έκοβαν λυγαριές κι έπλεκαν καλάθια.
[μσν. λυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *λυγάρ(ι) (όν. καρπού) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. λυγός ἡ (ελνστ. ὁ) -άρι(ον)]
- λυγεράδα η [lijeráδa] Ο26 : η ιδιότητα του λυγερού: H ~ του κορμιού της ήταν εκπληκτική.
[λυγερ(ός) -άδα]
- λυγερόκορμος -η -ο [lijerókormos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει λεπτό και ευλύγιστο σώμα: Λυγερόκορμες κοπέλες έσερναν το χορό.
[λυγερ(ός) -ο- + κορμ(ί) -ος]



