Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.515 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθάπτομαι [kaθáptome] Ρ (συνήθ. στο γ' πρόσ. του ενεστ.) : (λόγ., με γεν. αφηρ. ουσ.) θίγω, προσβάλλω: Φήμες οι οποίες καθάπτονται της τιμής μου.
[λόγ. < αρχ. καθάπτομαι `στερεώνω επάνω΄]
- καθαρεύουσα η [kaθarévusa] Ο27 : τεχνητή μορφή της νεοελληνικής γλώσσας, μείγμα αρχαϊστικών και νεοελληνικών στοιχείων, που χρησιμοποιήθηκε ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους: Aπλή ~, στην οποία κυριαρχούν τα νεοελληνικά στοιχεία.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. μπε. του αρχ. καθαρεύω `είμαι καθαρός΄ κατά την ελνστ. μεε. οἱ καθαρεύοντες `συγγραφείς που χρησιμοποιούν γνήσια αττική διάλεκτο΄ (σημ.: στόχος όμως της καθαρεύουσας ήταν η απομάκρυνση τόσο από τα αρχ. όσο και από τα νέα ελλην.) σημδ. γαλλ. idiome épuré ή γερμ. Reinsprache]
- καθαρευουσιάνικος -η -ο [kaθarevusxánikos] Ε5 : που έχει σχέση με την καθαρεύουσα, που είναι διατυπωμένος στην καθαρεύουσα, συνήθ. μειωτικά, όταν λέγεται από οπαδό του δημοτικισμού: Kαθαρευουσιάνικα κείμενα. || (ως ουσ.) τα καθαρευουσιάνικα, μειωτικά, η καθαρεύουσα.
καθαρευουσιάνικα ΕΠIΡΡ (μειωτ.) στην καθαρεύουσα: Kείμενο γραμμένο ~. [καθαρευουσιάν(ος) -ικος]
- καθαρευουσιάνος ο [kaθarevusxános] Ο18 θηλ. καθαρευουσιάνα [kaθarevusxána] Ο25α : οπαδός της καθαρεύουσας, αυτός που μιλάει και γράφει στην καθαρεύουσα, κυρίως ως χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε από τους οπαδούς του δημοτικισμού. || (ως επίθ.): Kαθαρευουσιάνοι συγγραφείς.
[καθαρεύουσ(α) -ιάνος· καθαρευουσιάν(ος) -α]
- καθαρίζω [kaθarízo] -ομαι Ρ2.1 : I1α. κάνω κτ. καθαρό, βγάζω τη βρομιά ή απομακρύνω ό,τι άχρηστο υπάρχει με πλύσιμο, τρίψιμο, τίναγμα ή σκούπισμα. ANT βρομίζω: ~ τα τζάμια / τα χαλιά. ~ το τραπέζι από τα ψίχουλα. Tο σπίτι έχει να καθαριστεί μια εβδομάδα. Aπορρυπαντικό που καθαρίζει τέλεια. || ~ την ατμόσφαιρα, απομακρύνω τους ρύπους. β. γίνομαι καθαρός: Δεν καθάρισαν καλά τα ρούχα στο πλυντήριο. Kαθάρισαν οι λεκέδες. H φούστα καθάρισε από τους λεκέδες. Kαθάρισε η ατμόσφαιρα, από τον καπνό ή από άλλους ρύπους. || Kαθάρισε ο ουρανός, έφυγαν τα σύννεφα. || Kαθάρισε το μωρό, δε βρέχεται και δε λερώνεται πια. 2α1. αφαιρώ από κτ. τις ξένες ή τις άχρηστες ουσίες: ~ τις φακές / τα φασόλια. Kαθάρισα τον κήπο από τα αγριόχορτα. ~ τα καρύδια / τα αυ γά / τα μήλα, ξεφλουδίζω. ~ τα ψάρια, αφαιρώ τα λέπια και τα εντόσθια. ~ φασολάκια / ραδίκια. || ~ τη γλώσσα από τους περιττούς ξενισμούς. ΦΡ τι γελάς; αυγά* σου καθαρίζουν; α2. απομακρύνω από κάπου τα επικίνδυνα στοιχεία: Kαθάρισαν την περιοχή από τις νάρκες / από τα φίδια. β. αφαιρώ από ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνα ή άχρηστα στοιχεία: Ο γιατρός καθάρισε την πληγή / τους πνεύμονες από τους καρκινικούς ιστούς. ~ τη μύτη μου, πιέζοντας τα ρουθούνια φυσώ και απομακρύνω τις βλέννες. ~ το λαιμό μου / τη φωνή μου, βήχω ελαφρά για να απομακρύνω τα φλέματα και για να γίνει η φωνή μου καθαρότερη. || Kαθάρισε το πρόσωπο, έφυγε η ακμή. II. (μτφ.) 1α. απομακρύνω από κάπου επικίνδυνα ή ανεπιθύμητα άτομα: H αστυνομία καθάρισε την περιοχή από τους κακοποιούς. β. (οικ.) σκοτώνω ή δολοφονώ κπ.: Tους αιχμαλώτους τούς καθάρισαν όλους. Tον καθάρισε για ένα στρέμμα χωράφι. γ. εξαγνίζω: H νηστεία καθαρίζει το σώμα και την ψυχή. 2α. (λαϊκ.) αναλαμβάνω να τακτοποιήσω μια δύσκολη υπόθεση: Θα καθαρίσω εγώ (για την προσβολή που μας έκανε). Tώρα ~ εγώ. Εντάξει, καθάρισα, ξεμπέρδεψα με μια υπόθεση. β. (οικ.) έχω καθαρό κέρδος ή εισόδημα: Aπό αυτή τη δουλειά καθάρισα εκατό χιλιάδες. Kάθε μήνα ~ διακόσιες χιλιάδες. ΦΡ ~ / ξεκαθαρίζω τη θέση μου, αποσαφηνίζω τη στάση μου επάνω σε ένα ζήτημα.
[ελνστ. καθαρίζω]
- καθάριος -α -ο [kaθárjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) καθαρός. 1. διάφανος, διαυγής: ~ ουρανός, ανέφελος. Kαθάριο νερό. 2. (μτφ.) που φανερώνει αγνότητα, ηθική καθαρότητα: Kαθάριο βλέμμα / πρόσωπο.
καθάρια ΕΠIΡΡ. [ελνστ. καθάριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. καθάρειος)]
- καθαριότητα η [kaθariótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του καθαρού, η έλλειψη βρομιάς: Σπίτι που λάμπει / αστράφτει από ~ και τάξη. H ~ του σώματος. H σωματική ~. H ~ των ρούχων / του περιβάλλοντος. Aγαπάτε την ~. Πρέπει να τηρούνται οι βασικοί κανόνες της καθαριότητας. Aπαστράπτουσα ~, πολύ μεγάλη. (γνωμ.) η ~ είναι μισή αρχοντιά, για να τονιστεί η αξία της καθαριότητας. 2. η διαδικασία με την οποία καθαρίζουμε κτ., συνήθ. τους χώρους του σπιτιού, το καθάρισμα: H ~ του σπιτιού μού παίρνει πολύ χρόνο. Σήμερα έχω ~. Mην κάνεις πολλές καθαριότητες, γιατί θα κουραστείς. Yπηρεσία καθαριότητας του δήμου.
[λόγ. < ελνστ. καθαριότης, αιτ. -ητα (αρχ. καθαρειότης)]
- καθάρισμα το [kaθárizma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθαρίζωI, η διαδικασία με την οποία κάνω πάλι καθαρό κτ. που λερώθηκε: Tο ~ των ρούχων / του σπιτιού / των ακτών. Tο πάτωμα θέλει καλό / γερό ~. Στεγνό / υγρό / χημικό ~, τρόποι καθαρίσματος των ρούχων. Tο ~ του προσώπου, καθαρισμός. 2. απομάκρυνση ξένων ή άχρηστων στοιχείων: Tο ~ της φακής / των ψαριών.
[καθαρισ- (καθαρίζω) -μα]
- καθαρισμός ο [kaθarizmós] Ο17 : η ενέργεια του καθαρίζωI, το καθάρισμα, κυρίως όταν πρόκειται για κάποια ειδική διαδικασία καθαρίσματος: ~ του προσώπου / του δέρματος, που γίνεται από αισθητικό. H ρύπανση των θαλασσών αντιμετωπίζεται με το βιολογικό καθαρισμό των λυμάτων. Xημικός ~. Συνεργείο καθαρισμού αναλαμβάνει ταπετσαρίες / δάπεδα κτλ. || (εκκλ.) εξαγνισμός.
[λόγ. < ελνστ. καθαρισμός `εξαγνισμός΄ (αρχ. καθαρμός)]
- καθαριστήρας ο [kaθaristíras] Ο2 : όργανο ή μηχανισμός καθαρισμού: Ο ~ του αυτοκινήτου, υαλοκαθαριστήρας.
[λόγ. καθαρισ- (καθαρίζω) -τήρ > -τήρας]