Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.515 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καδμείος -α -ο [kaδmíos] Ε4 : μόνο στην έκφραση καδμεία νίκη, όταν τα αποτελέσματά της είναι το ίδιο καταστρεπτικά, τόσο για τους νικητές όσο και για τους ηττημένους.
[λόγ. < αρχ. Kαδμεῖος]
- κάδμιο το [káδmio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, που είναι μαλακό, ελατό και που έχει αργυρόλευκο χρώμα.
[λόγ. αντδ. < νλατ. cadmi(um) -ον < λατ. cadmia `μετάλλευμα ψευδαργύρου΄ < αρχ. καδμεία από το όν. του μυθικού βασιλιά της Θήβας Κάδμου, επειδή εξαγόταν από ορυχεία κοντά στη Θήβα]
- κάδος ο [káδos] Ο18 : μεγάλο δοχείο από ξύλο ή από μέταλλο για διάφορες χρήσεις: ~ για γάλα / για νερό. ~ απορριμμάτων. || το κυλινδρικό δοχείο του ηλεκτρικού πλυντηρίου, όπου τοποθετούνται τα ρούχα.
[λόγ.(;) < αρχ. κάδος]
- καδράρισμα το [kaδrárizma] Ο49 : 1.τοποθέτηση εικόνας σε κάδρο. 2. (φωτογρ., κινημ.) τοποθέτηση της εικόνας μέσα στα οπτικά όρια της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής.
[καδραρισ- (καδράρω) -μα]
- καδράρω [kaδráro] Ρ6α μππ. καδραρισμένος : 1.τοποθετώ εικόνα σε κάδρο. 2. (φωτογρ., κινημ.) τοποθετώ την εικόνα στο οπτικό κάδρο: Kαδράρισε πρώτα και ύστερα άρχισε να τραβάει.
[κάδρ(ο) -άρω]
- κάδρο το [káδro] Ο39 : 1α.πλαίσιο όπου τοποθετείται μια φωτογραφία, ένας ζωγραφικός πίνακας κτλ.· κορνίζα: Ξύλινο / ασημένιο ~. β. η εικόνα μαζί με το πλαίσιο: Στους τοίχους είναι κρεμασμένα κάδρα· (πρβ. πίνακας). 2. (φωτογρ., κινημ.) ό,τι περικλείεται στα πλαίσια ενός οπτικού παραλληλογράμμου.
καδράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. επίδρ. στο κάντρο < ιταλ. quadro]
- καδρόνι το [kaδróni] Ο44 : ξύλινο δοκάρι με ορθογωνική διατομή.
[ιταλ. quadron(e) -ι]
- καδρονιάζω [kaδronázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ καδρόνια σε πάτωμα, στέγη κτλ.
[καδρόν(ι) -ιάζω]
- καδρόνιασμα το [kaδrónazma] Ο49 : η ενέργεια του καδρονιάζω.
[καδρονιασ- (καδρονιάζω) -μα]
- καζάζης ο [kazázis] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που κατεργάζεται το μετάξι.
[μσν. καζάζης < τουρκ. kazaz -ης]



