Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.515 εγγραφές [4491 - 4500]
κώνειο το [kónio] Ο42 : γένος δηλητηριωδών φυτών που φύονται στις παραμεσόγειες κυρίως περιοχές. || το δηλητήριο που παράγεται από τα φυ τά αυτά: Ο Σωκράτης καταδικάστηκε να πιει το ~.

[λόγ. < αρχ. κώνειον]

κωνικός -ή -ό [konikós] Ε1 : (γεωμ.) που ανήκει σε κώνο: Kωνική τομή, καμπύλη που σχηματίζεται από την τομή ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου. || που έχει το σχήμα κώνου: Kωνική στέγη.

[λόγ. < ελνστ. κωνικός]

κωνίο το [konío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (ανατ., φυσιολ.) είδος φωτοευαίσθητων κυττάρων στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού που εξασφαλίζουν την ικανότητα της διάκρισης των χρωμάτων· (πρβ. ραβδίο).

[λόγ. < ελνστ. κωνίον `μικρός κώνος΄ σημδ. αγγλ. cone < αρχ. κῶνος]

κωνοειδής -ής -ές [konoiδís] Ε10 : που μοιάζει με κώνο: ~ καρπός.

[λόγ. < ελνστ. κωνοειδής]

κώνος ο [kónos] Ο18 : 1. (γεωμ.) στερεό γεωμετρικό σώμα με κυκλική βάση και κυρτή επιφάνεια που απολήγει σε οξεία κορυφή: Kόλουρος ~. 2. σε επιστημονική και τεχνική ορολογία, για σώματα που έχουν κωνοειδή μορφή: ~ ηφαιστείου, κωνικό ύψωμα, λόφος ή όρος, που σχηματίζεται από τη συσσώρευση ηφαιστειογενών υλικών. Mυελικός* ~. Προστατευτικός ~, το τμήμα των διαστημικών οχημάτων εκτόξευσης και των ερευνητικών πυραύλων, που τοποθετείται στο άνω άκρο τους και χρησιμεύει ως αεροδυναμικό κάλυμμα προστασίας του ωφέλιμου φορτίου. ~ σκιάς / σκιερός ~, σκιά κωνικού σχήματος η οποία σχηματίζεται πίσω από τη Γη ή τη Σελήνη κατά τις εκλείψεις.

[λόγ.: 1: αρχ. κῶνος (αρχική σημ.: `κουκουνάρι΄)· 2: σημδ. γαλλ. cἄne & αγγλ. cone (< αρχ. κῶνος)]

κωνοφόρος -α / -ος -ο [konofóros] Ε14 : για δέντρο του οποίου ο καρπός έχει σχήμα κώνου: Tο πεύκο είναι δέντρο κωνοφόρο. || (ως ουσ.) τα κωνοφόρα, μεγάλη οικογένεια γυμνόσπερμων φυτών, των οποίων τα αναπαραγωγικά όργανα είναι κώνοι.

[λόγ. < ελνστ. κωνοφόρος]

κώνωπας ο [kónopas] Ο5 : (λόγ.) κουνούπι: ~ ο ανωφελής*. (απαρχ.) ΦΡ διυλίζει* τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον).

[λόγ. < αρχ. κώνωψ, αιτ. -ωπα]

κωπηλασία η [kopilasía] Ο25 : η ενέργεια του κωπηλατώ: Πάω για ~. Aγώνες κωπηλασίας.

[λόγ. < αρχ. κωπηλασία]

κωπηλάτης ο [kopilátis] Ο10 θηλ. κωπηλάτρια [kopilátria] & κωπηλάτισ σα [kopilátisa] Ο27 : αυτός που κωπηλατεί: Δούλοι ή αιχμάλωτοι υπηρετούσαν στα πλοία ως κωπηλάτες. || αθλητής της κωπηλασίας.

[λόγ. < αρχ. κωπηλάτης· λόγ. κωπηλά(της) -τρια· κωπηλάτ(ης) -ισσα]

κωπηλατικός -ή -ό [kopilatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κωπηλασία ή τον κωπηλάτη: Kωπηλατικοί αγώνες.

[λόγ. < ελνστ. κωπηλατικός `που ανήκει στους κωπηλάτες΄]

< Προηγούμενο   1... 448 449 [450] 451 452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες