Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.515 εγγραφές [4461 - 4470]
κωλόπανο το [kolópano] Ο41 : (προφ.) χαρακτηρισμός για ρούχο ή ύφασμα κουβαριασμένο ή λερωμένο.

[μσν. κωλόπανον < κωλο- + παν(ί) -ον]

κωλοπετσωμένος -η -ο [kolopetsoménos] Ε3 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά έξυπνου και ικανού να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει.

[κωλο- + πετσωμένος μππ. του πετσώνω]

κώλος ο [kólos] Ο18 : (προφ.) 1α. οι γλουτοί: Tου ΄δωσε μια στον κώλο, εννοείται ξυλιά. Έχει ωραίο / μεγάλο κώλο. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους κώλους. Aν δε βρέξεις* κώλο, δεν τρως ψάρι. Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο ~ του πονεί. Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, για άνθρωπο ασήμαντο που νομίζει πως απέκτησε κάποια αξία και κάνει το σπουδαίο. ΦΡ και εκφράσεις (είναι) ~ και βρακί*. τα θέλει ο ~ μου, επιζητώ ή προκαλώ κτ. ενώ φαινομενικά, στα λόγια, το αρνούμαι. μου βγαίνει ο ~, κουράζομαι πολύ. μου έπιασε τον κώλο, με εκμεταλλεύτηκε ή με εξαπάτησε. θα σου κόψω τον κώλο, ως απειλή. αν σου βαστάει ο ~, αν τολμάς. στρώσε τον κώλο σου, για να δουλέψεις, να διαβάσεις κτλ. στήνω κώλο, υφίσταμαι ταπείνωση ή εξευτελισμό για να πετύχω κτ. χτυπώ τον κώλο μου κάτω, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια. πήρε ο ~ του φωτιά*. βγάζει φωτιά* απ΄ τον κώλο του. γίναμε ~, μαλώσαμε. του κώλου, για κτ. άθλιο, τιποτένιο, ανάξιο λόγου. του κώλου τα εννιάμερα, για ανοησίες. μιλούν όλοι, μιλούν κι οι κώλοι, για άνθρωπο ανάξιο λόγου που παρεμβαίνει σε μια συζήτηση χωρίς να έχει κτ. ουσιαστικό να προσθέσει. || το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς: Tρύπησε ο ~ του παντελονιού. β. τα νώτα: Tου γύρισε επιδεικτικά τον κώλο και έφυγε. 2. το πίσω ή το κάτω μέρος ορισμένων αντικειμένων: Ο ~ του αυγού. Ο ~ της βελόνας. κωλάκι το YΠΟKΟΡ. κωλαράκι το YΠΟKΟΡ. κωλαράκος ο YΠΟKΟΡ. κωλάρα η MΕΓΕΘ.

[μσν. κώλος < ελνστ. κῶλος `πρωκτός΄ < αρχ. κῶλον `μέλος του σώματος΄ (μεταπλ. με βάση την αιτ.), ή σφαλερή γραφή του αρχ. κόλον (δες λ.) από επίδρ. της λ. κῶλον ή επίδρ. στη λ. κόλον του λατ. culus `οπίσθια΄· κώλ(ος) -αράκι, -αράκος· κώλ(ος) -άρα]

κωλοσφούγγι το [kolosfúngi] Ο44 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός εγγράφου, κειμένου κτλ. || Kάνω κτ. ~, συνήθ. για ρούχο ή ύφασμα που το έχω καταταλαιπωρήσει, που το έχω κάνει κουρέλι από την κακή ή την πολλή χρήση.

[κωλο- + σφουγγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]

κωλοτούμπα η [kolotúmba] Ο25α : ακροβατική άσκηση κατά την οποία, αφού στηριχτεί κάποιος με τα χέρια στο έδαφος, φέρνει το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά και στη συνέχεια με κατάλληλη στροφή του σώματος γυρίζει στην όρθια στάση.

[κωλο- + τούμπα]

κωλοτρυπίδα η [kolotripíδa] Ο26 : (χυδ.) ο πρωκτός.

[λόγ. υποκορ. του κωλότρυπ(α < κωλο- + τρύπα) -ίς > -ίδα]

κωλότσεπη η [kolótsepi] Ο32 & κωλοτσέπη η [kolotsépi] Ο30 : (οικ.) η πίσω τσέπη του παντελονιού: Mη βάζεις την ταυτότητά σου στην ~, γιατί μπορεί να τη χάσεις.

[κωλο- + τσέπη και μετακ. του τόνου για ένδειξη σύνθεσης]

κωλοφαρδία η [kolofarδía] Ο25 : (λαϊκ.) μεγάλη τύχη: ~ είναι αυτή σήμερα, αδερφέ μου.

[κωλόφαρδ(ος) -ία]

κωλόφαρδος -η -ο [kolófarδos] Ε5 : (λαϊκ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά τυχερού.

[κωλο- + φαρδ(ύς) -ος]

κωλοφυλλάδα η [kolofiláδa] Ο26 : (προφ.) για εφημερίδα σκανδαλοθηρική και αναξιόπιστη· κωλόφυλλοβ.

[κωλο- + φυλλάδα]

< Προηγούμενο   1... 445 446 [447] 448 449 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες