Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.515 εγγραφές [4441 - 4450] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κωδικοποιώ [koδikopió] -ούμαι Ρ10.9 : συγκεντρώνω σε ένα σώμα και κατατάσσω συστηματικά και μεθοδικά γνώσεις, πληροφορίες, στοιχεία κτλ.
[λόγ. κωδικ- (δες κώδικας) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. codifier]
- κωδικός -ή -ό [koδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε έναν κώδικα: Kωδική ονομασία. Kωδικό νούμερο. ~ αριθμός. || (συνήθ. ως ουσ.) ο κωδικός, ο κωδικός αριθμός: Ο ~ της Aθήνας είναι 01 / της Θεσσαλονίκης είναι 031, ο αριθμός με τον οποίο ανοίγουν οι τηλεφωνικές γραμμές της περιοχής Aθηνών / Θεσσαλονίκης, όταν πρόκειται για υπεραστικό τηλεφώνημα. Ποιος είναι ο ~ του προϊόντος;, τα στοιχεία που έχουν σχέση με το προϊόν.
[λόγ. κωδικ- (δες κώδικας) -ικός με απλολ. [i
iko > iko] απόδ. γαλλ. & αγγλ. code]
- κώδωνας ο [kóδonas] Ο5 : (λόγ.) 1. κουδούνι. ΦΡ κρούω τον κώδωνα του κινδύνου*. 2. ημισφαιρικό γυάλινο σκεύος του οποίου το σχήμα παραπέμπει στο σχήμα του κουδουνιού1 και που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια χημείας.
[λόγ. < αρχ. κώδων, αιτ. -ωνα]
- κωδωνοειδής -ής -ές [koδonoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα κώδωνα.
[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + -ειδής]
- κωδωνοκρουσία η [koδonokrusía] Ο25 : παρατεταμένο χτύπημα της καμπάνας, συνήθ. με πανηγυρικό χαρακτήρα. ΦΡ υποδέχομαι κπ. με κωδωνοκρουσίες, θριαμβευτικά, με μεγάλη χαρά.
[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + κρουσ- (κρούω) -ία]
- κωδωνοκρούστης ο [koδonokrústis] Ο10 : (λόγ.) αυτός στον οποίο έχουν αναθέσει να χτυπά την καμπάνα στην εκκλησία.
[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + κρουσ- (κρούω) -της κατά το ελνστ. κυμβαλοκρούστης `που χτυπάει κύμβαλα΄]
- κωδωνοστάσιο το [koδonostásio] Ο40 : (λόγ.) καμπαναριό.
[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + -στάσιον]
- κωθώνι το [koθóni] Ο44 : (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο ανόητο και βλάκα.
[λόγ. < αρχ. κωθώνιον, υποκορ. του κώθων `στρατιωτικό κύπελλο΄, όπως ονομαζόταν παλαιότερα το κύπελλο για το πρωινό στο ναυτικό (η νέα σημ. ειρ., μτφ.)]
- κωλάντερο το [kolándero] Ο41 : (προφ.) το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου.
[κωλ(ο)- + άντερο (πρβ. μσν. κωλόντερον < κωλο- + έντερον με αποφυγή της χασμ., ελνστ. κωλέντερον `είδος λουκάνικο΄)]



