Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.515 εγγραφές [4401 - 4410]
κυρτός -ή -ό [kirtós] Ε1 : για κτ. του οποίου η επιφάνεια είναι καμπύλη προς τα έξω. ANT κοίλος: ~ φακός. Kυρτά κάτοπτρα. || καμπουρωτός: H μύτη του είναι κυρτή. Kυρτοί ώμοι, κυρτωμένοι.

[λόγ. < αρχ. κυρτός]

κύρτωμα το [kírtoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κυρτώνω, το τμήμα μιας επιφάνειας που είναι κυρτό.

[λόγ. < αρχ. κύρτωμα]

κυρτώνω [kirtóno] -ομαι Ρ1 : για κτ. που παίρνει κυρτό σχήμα: Tα δοκάρια κύρτωσαν. Tο πάτωμα έχει κυρτώσει. Mια γριούλα κυρτωμένη από τα χρόνια, καμπουριασμένη. || δίνω σε κτ. κυρτό σχήμα: Mην κυρτώνεις τους ώμους.

[λόγ. < αρχ. κυρτ(ῶ) -ώνω]

κύρτωση η [kírtosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κυρτώνω.

[λόγ. < ελνστ. κύρτω(σις) -ση]

κυρώνω [kiróno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) καθιστώ κτ. έγκυρο, προσδίδω σε κτ. νομική ισχύ, κάνω κτ. να ισχύει: Οι νόμοι ψηφίζονται από τη βουλή και κυρώνονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. κυρ(ῶ) -ώνω]

κύρωση η [kírosi] Ο33 : I. η ενέργεια του κυρώνω: H σύμβαση ισχύει από τη στιγμή της κύρωσής της. II. (συνήθ. πληθ.) καθορίζω και επιβάλλω κάποια ποινή εναντίον εκείνου τον οποίο θεωρώ υπεύθυνο για κτ.: Θα επιβληθούν αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες του νόμου. Θα υπάρξουν κυρώσεις εάν δε συμμορφωθείς με τους κανονισμούς της υπηρεσίας. Tι κυρώσεις θα έχω αν καθυστερήσω την εξόφληση του λογαριασμού;

[λόγ.: Ι: αρχ. κύρω(σις) -ση· ΙΙ: σημδ. γαλλ. sanction]

κυρωτικός -ή -ό [kirotikós] Ε1 : που προσδίδει σε κτ. νομική ισχύ, που καθιστά κτ. έγκυρο: ~ νόμος.

[λόγ. < ελνστ. κυρωτικός]

κυστεκτομή η [kistektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση κύστης: Ο ασθενής υποβλήθηκε σε ~.

[λόγ. < γαλλ. cystectomie < cyst(o)- = κυστ(ο)- + -ectomie = -εκτομή]

κυστεο- [isteo] & κυστο- [isto] & κάποτε κυστι- [isti] & κυστ- [ist], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] ή [e] & κυστό- [istó] ή κυστί- [istí], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετι κό σε σύνθετες λέξεις: 1. (ιατρ.) δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό εντοπίζεται ή αναφέρεται στην ουροδόχο κύστη: ~πάθεια, ~πτωσία, κυστεκτασία, ~ρραγία, ~σκόπηση, ~τομία· κυσταλγία, ~ηπατικός, ~μητρικός. 2. με αναφορά στο σχήμα, την ύπαρξη ή το σχηματισμό κύστεως: κυστοειδής, κυσταδένωμα· (ζωολ.) κυστίκερκος· κυστικέρκωση· (βοτ.) κυστόκαρπος.

[λόγ. < γαλλ. cyst(o)- θ. του αρχ. ουσ. κύστ(ις), γεν. κύστεο(ς) ως α' συνθ.: κυστ-ίτιδα, κυστ-εκτομή < γαλλ. cystite, cystectomie· λόγ. < γαλλ. cysti- θ. του αρχ. ουσ. κύστι(ς) ως α' συνθ.: κυστί-κερκος < γαλλ. cysticerque]

κύστη η [kísti] Ο31 : 1α. (ανατ.) υμενώδης θύλακας του σώματος: Ουροδόχος ~. Xοληδόχος ~. β. (ιατρ.) δημιουργία παθολογικού θύλακα: ~ κόκκυγος. γ. (ζωολ.) Nηκτική ~, μεμβρανώδης σάκος που χρησιμεύει στην υδροστατική ισορροπία ορισμένων ψαριών. 2. μικρός ελαστικός σάκος για ειδικές χρήσεις, συνήθ. ιατρικές: ~ πάγου, παγοκύστη.

[λόγ. < αρχ. κύστ(ις) -η (στη σημ. 1α· 1β: σημδ. γαλλ. kyste < αρχ. κύστις)]

< Προηγούμενο   1... 439 440 [441] 442 443 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες