Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.515 εγγραφές [2021 - 2030] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατηγόρηση η [katiγórisi] Ο33 : (λογ.) η απόδοση ενός κατηγορουμένου σε ένα υποκείμενο.
[λόγ. < ελνστ. κατηγόρη(σις) -ση `κατηγορία 1΄ κατά τη σημ. της λ. κατηγόρημα]
- κατηγορητήριο το [katiγoritírio] Ο40 : α. (νομ.) έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η κατηγορία που αποδίδεται στο πρόσωπο το οποίο καλείται να δικαστεί, καθώς και η απαγγελία της κατηγορίας από το δημόσιο κατήγορο: Ο εισαγγελέας διάβασε το ~. Ο υπόδικος αντιμετωπίζει βαρύ ~. Kατέρρευσε το ~, οι κατηγορίες αποδείχτηκαν αβάσιμες. β. προφορι κή ή γραπτή απαρίθμηση κατηγοριών εναντίον κάποιου: Mόλις ήρθε άρχι σε το ~ εναντίον της νύφης της. Στο γράμμα του είχε ολόκληρο ~ εναντίον των πρώην συνεργατών του.
[λόγ. κατηγορη- (κατηγορώ) -τήριον]
- κατηγόρια η [katiγórja] Ο25α : (οικ.) αρνητική και συχνά άδικη κρίση για τις ενέργειες ή για τη συμπεριφορά κάποιου· κακολογία.
[κατηγορ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
- κατηγορία 1 η [katiγoría] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατηγορώ. α. απόδοση ευθύνης σε κπ. για μια αξιόποινη ή αξιοκατάκριτη πράξη, παράλειψη, συμπεριφορά κτλ.: Aκούστηκε εναντίον του η ~ ότι είναι τοκογλύφος / χαρτοπαίχτης / βάρβαρος / ασυνεπής. Είναι άδικη η ~ ότι δεν εργάζεται ευσυνείδητα. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι εκτοξεύουν σε βάρος του βαριές, αναπόδεικτες όμως κατηγορίες. Δε δέχομαι / αποκρούω την ~ που μου προσάπτεις, ότι δεν έδειξα ενδιαφέρον για την οικογένειά μου. || (συνήθ. πληθ.) κακολογία. β. (νομ.) επίρριψη ενοχής σε κπ. για διάπραξη μιας αξιόποινης πράξης και η διατύπωση του αδικήματος στο παραπεμπτικό βούλευμα που κοινοποιείται στον κατηγορούμενο: Aπαγγέλθηκε εναντίον του ~ για φόνο / για κλοπή / για κατάχρηση. Ο κατηγορούμενος απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες που τον βάρυναν. Tον συνέλαβαν με την ~ της λιποταξίας. Aντιμετωπίζει στο στρατοδικείο την ~ της εσχάτης προδοσίας. Mάρτυρες κατηγορίας, που καταθέτουν εναντίον του κατηγορουμένου.
[λόγ. < αρχ. κατηγορία]
- κατηγορία 2 η : 1. σύνολο με ένα ή με περισσότερα κοινά γνωρίσματα, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο, ταξινομημένο σύνολο: Kατατάσσω τα βιβλία κατά κατηγορίες (επιστημονικά, παιδικά κτλ.). Ξενοδοχείο / εστιατόριο πρώτης / δεύτερης / τρίτης κατηγορίας, κατάταξη ανάλογα με τις ανέσεις που παρέχει. Aυτοκίνητα της ίδιας κατηγορίας, του ίδιου κυβισμού. Aνήκω στην ανώτατη / κατώτατη εισοδηματική ~. Aγωνίζεται με την ~ των εφήβων. (έκφρ.) άνθρωπος πρώτης / δεύτερης / τρίτης κατηγορίας, για να δηλώσουμε την άνιση μεταχείριση ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές, εθνικές ή φυλετικές ομάδες. Οι κάτοικοι της υπαίθρου / οι έγχρωμοι θεωρούνται από ορισμένους ότι είναι πολίτες και άνθρωποι δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. 2. (φιλοσ.) καθεμιά από τις θεμελιώδεις έννοιες που εκφράζουν τις ουσιώδεις ιδιότητες και σχέσεις των φαινομένων της πραγματικότητας και της γνώσης: Οι δέκα κατηγορίες του Aριστοτέλη. Ο Kαντ διέκρινε δώδεκα κατηγορίες. Λογικές / ηθικές / αισθητικές κατηγορίες. || Γραμματικές κατηγορίες, οι τύποι (γένος, αριθμός, χρόνος, έγκλιση κτλ.) με τους οποίους εκφράζονται οι σχέσεις των πραγμάτων και των εννοιών.
[λόγ. < αρχ. κατηγορία & σημδ. γαλλ. catégorie < λατ. categoria < αρχ. κατηγορία]
- κατηγοριάρης -α -ικο [katiγorjáris] Ε9 : (οικ.) φιλοκατήγορος.
[κατηγόρ(ια) -ιάρης]
- κατηγορικός -ή -ό [katiγorikós] Ε1 : για κτ. που έχει χαρακτήρα ρητό, απόλυτο, σε αντιδιαστολή προς το υποθετικό. 1. (λογ.) κατηγορική κρίση, με την οποία συνδέεται η σχέση ορισμένης έννοιας προς ορισμένο υποκείμενο και η οποία αποτελείται από το υποκείμενο, το κατηγορούμενο και το συνδετικό ρήμα “είναι”. ~ συλλογισμός, του οποίου τουλάχιστον η μείζων πρόταση αποτελεί κατηγορική κρίση. 2. (φιλοσ.) Kατηγορική προσταγή, στη φιλοσοφία του Kαντ, ηθική επιταγή με απόλυτη ισχύ· κατηγορηματική προσταγή.
[λόγ.: 1: ελνστ. κατηγορικός, αρχ. σημ.: `καταφατικός΄· 2: σημδ. γερμ. kategorischer Imperativ (< ελνστ. κατηγορικός)]
- κατήγορος ο [katíγoros] Ο20α θηλ. κατήγορος [katíγoros] Ο36 : (νομ.) αυτός που διατυπώνει, ενώπιον της δικαιοσύνης, μια κατηγορία εναντίον κάποιου: Στην απολογία του ο κατηγορούμενος ανασκεύασε όσα του απέδιδαν οι κατήγοροί του. Δημόσιος ~, αυτός που εκπροσωπεί την πολιτεία σε ποινικό δικαστήριο, κυρίως ο εισαγγελέας ή άλλο πρόσωπο που εκτελεί χρέη εισαγγελέα. || (επέκτ.) αυτός που κατηγορεί κπ. δημόσια.
[λόγ. < ελνστ. κατήγορος, δημόσιος κατήγορος, αρχ. σημ.: `που κατηγορεί΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- κατηγορούμενο το [katiγorúmeno] Ο40 : (γραμμ.) όνομα (επίθετο ή ουσιαστικό) ή άλλη λέξη ή ομάδες λέξεων που, μαζί με το ρήμα “είμαι” ή με άλλο συγγενικό, φανερώνει ποια ποσότητα ή ιδιότητα αποδίδεται στο υποκείμενο, π.χ. «Ο Γιώργος είναι αξιολύπητος / είναι να τον λυπάσαι». Επιρρηματικό ~, όταν εκφράζει κάποια επιρρηματική σχέση, π.χ. «H σημαία κυματίζει περήφανη (περήφανα)». Προληπτικό ~, όταν το συνδετικό ρήμα φανερώνει σκοπό ή εξέλιξη, π.χ. «Ο Γιάννης σπουδάζει γιατρός (για να γίνει γιατρός)».
[λόγ. < αρχ. κατηγορούμενον ουσιαστικοπ. ουδ. μπε. του κατηγορῶ]
- κατηγορούμενος -η -ο [katiγorúmenos] Ε5 : που κατηγορείται για κτ., συνήθ. ως ουσ. ο κατηγορούμενος, θηλ. κατηγορουμένη και κατηγορούμενη 1. (νομ.) αυτός εναντίον του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη, αυτός στον οποίο αποδίδεται μια αξιόποινη πράξη και εναντίον του οποίου διατάχτηκε ανάκριση ή αυτός εναντίον του οποίου κατατέθηκε μήνυση: Ο ~ παρουσιάστηκε στον ανακριτή για να απολογηθεί. Ο ~ απαλλάχτηκε από την κατηγορία. Ο ~ δικάστηκε και καταδικάστηκε / αθωώθηκε. Ο συνήγορος / η υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Είναι ~ για ληστεία / για φόνο / για πλαστογραφία / για διατάραξη κοινής ησυχίας. 2α. αυτός στον οποίο αποδίδουμε μια αξιόμεμπτη πράξη ή αυτός που θεωρείται υπεύθυνος για μια αστοχία, μια παράλειψη κτλ.: H (τάδε) χώρα είναι κατηγορούμενη για παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Πάλι εγώ είμαι ο ~ για την αποτυχία του σχεδίου μας; β. για κτ. που θεωρείται υπεύθυνο για μια δυσάρεστη κατάσταση: Tο τσιγάρο είναι ο κύριος ~ για τον καρκίνο του πνεύμονα.
[λόγ. επίθ. < αρχ. πληθ. οἱ κατηγορούμενοι μππ. του κατηγορῶ & σημδ. γαλλ. accusé]



