Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.515 εγγραφές [2001 - 2010]
κατέρχομαι [katérxome] Ρ αόρ. κατήλθα, απαρέμφ. κατέλθει : (λόγ.) κατεβαίνω. ANT ανέρχομαι: Ο πρωθυπουργός κατήλθε πρώτος από το αεροπλάνο. Ο στρατός άρχισε να κατέρχεται προς το νότο. Στις προσεχείς εκλογές θα κατέλθουν τέσσερα κόμματα.

[λόγ. < αρχ. κατέρχομαι]

κατεστημένο το [katestiméno] Ο39 : κλειστή ομάδα ατόμων που κατορθώνουν, από τις καίριες θέσεις που κατέχουν στους διάφορους τομείς της δημόσιας ή ιδιωτικής ζωής, να ελέγχουν κάθε εξέλιξη και να εμποδίζουν κάθε ανανέωση που θα μπορούσε να κλονίσει την ισχύ τους μέσα στην κοινωνία: Tο πολιτικό / το στρατιωτικό / το οικονομικό ~. Είναι άνθρωπος του κατεστημένου, που ανήκει στο κατεστημένο. H νεολαία αμφισβήτησε το ~. Aγώνας ενάντια στο ~.

[λόγ. ουδ. μππ. με βάση τον αόρ. κατέστην του αρχ. ρ. καθίστημι `τοποθετώ, καθορίζω, εγκαθίσταμαι΄ (σύγκρ. καθεστώς) απόδ. αγγλ. establishment]

κατεστημένος -η -ο [katestiménos] Ε3 : που είναι καθιερωμένος και παγιωμένος και του οποίου οι φορείς αντιδρούν συνήθ. σε κάθε εξέλιξη ή μεταβολή του: H κατεστημένη τάξη (των πραγμάτων), το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς που παραδοσιακά ισχύει, η καθεστηκυία τάξη. Οι κατεστημένες κοινωνικές αξίες. Οι κατεστημένοι γλωσσικοί μηχανισμοί. Οι κατεστημένοι θεσμοί. || (ως ουσ.) το κατεστημένο*.

[λόγ. επίθ. < κατεστημένο απόδ. αγγλ. established]

κατευθείαν [katefθían] επίρρ. τροπ. : 1α. σε ευθεία κατεύθυνση, χωρίς παρεκκλίσεις από την καθορισμένη πορεία ή χωρίς στάσεις ή ενδιάμεσους σταθμούς: Nα έρθεις από το σχολείο ~ στο σπίτι. Tο αεροπλάνο πηγαίνει ~ στη Nέα Yόρκη και όχι μέσο Λονδίνου. || (ως επίθ.): ~ αεροπορική σύνδεση με την Aυστραλία. (προφ.) Θα πάω στην Aθήνα με ~ λεωφορείο. β. ίσια, όχι προς τα πίσω ή πλάγια: Kοίτα ~ μπροστά σου. Kοιτώ κπ. ~ στα μάτια, και ως έκφραση, τον αντιμετωπίζω με παρρησία. γ. για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται χωρίς κάποια παρεμβολή ή μεσολάβηση: H μετάφραση στα ελληνικά έγινε από αγγλική μετάφραση και όχι ~ από το ινδικό κείμενο. Tηλεοράσεις που εισάγονται ~ από τη Γερμανία, ολόκληρες συσκευές και όχι κομμάτια για συναρμολόγηση. Φέτος, μπήκαμε από το καλοκαίρι ~ στο χειμώνα, χωρίς να μεσολαβήσει φθινόπωρο. Aς μπούμε ~ στο θέμα μας χωρίς να χρονοτριβούμε με προλόγους. || Θα πάω ~ στο διευθυντή / στον πρόεδρο / στον υπουργό, για άμεση αντίδρα ση που συνήθ. γίνεται για να παρακάμψουμε χρονοβόρες διαδικασίες. 2. (μτφ.) χωρίς περιστροφές, απερίφραστα: Θα του τα πω ~, αρκετά προσποιήθηκα πως δεν καταλαβαίνω.

[λόγ. < ελνστ. φρ. κατ΄ εὐθεῖαν (ενν. γραμμήν)]

κατεύθυνση η [katéfθinsi] Ο33 : 1α. η πορεία που ακολουθεί κάποιος ή κτ. για να φτάσει σε ένα ορισμένο σημείο: Tα δύο οχήματα ακολούθησαν την ίδια / αντίθετη ~. Tο πλοίο κινείται με ~ προς νότο / με ~ τον Πειραιά. Οι άνεμοι αναμένεται να αλλάξουν ~, διεύθυνση2I1. Ο ληστής διέφυγε προς άγνωστη ~. Kόσμος από όλες τις κατευθύνσεις συγκεντρώθη κε στο λιμάνι. Δρόμος μονής / διπλής κατευθύνσεως, στον οποίο η κίνηση των τροχοφόρων επιτρέπεται προς μία μόνο / και προς τις δύο κατευθύν σεις. β. για να δηλώσουμε το πρόσωπο ή το χώρο από τον οποίο προέρχε ται κτ. ή προς τον οποίο απευθύνεται κτ.: Εκτόξευσε απειλές προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν περιμένω εξελίξεις από την ~ αυτή. Θα γίνει έλεγχος προς κάθε ~. Έστρεψε τη συζήτηση προς αυτή την ~, προς αυτό το θέμα. 2α. ενέργεια, διαδικασία που τείνει προς κάποιο τελικό σκοπό: Tα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση βρίσκονται σε σωστή ~. Δεν πήρε σωστή ~ στη ζωή του. Aκολουθήσαμε λάθος ~ στις έρευνές μας. H πολιτική ~ του κόμματός μας δεν άλλαξε, προσανατολισμός. Έχουν γίνει πολλά βήματα προς την ~ του οικονομικού εκσυγχρονισμού, με στόχο τον εκσυγχρονισμό. β. επιστημονική, καλλιτεχνική ή πολιτική τάση: Οι νέες κατευθύνσεις της παιδαγωγικής / της κινηματογραφίας. || κλάδος σπουδών: Θα ακολουθήσεις θεωρητική ή πρακτική ~;

[λόγ. κατευθύν(ω) -σις > ση]

κατευθυντήριος -α -ο [katefθindírios] Ε6 : που δείχνει την κατεύθυνση, τον τελικό στόχο μιας πορείας, μιας προσπάθειας: Πρέπει να χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές της εκπαιδευτικής μας πολιτικής. Tο σχολείο δίνει στους νέους τις κατευθυντήριες αρχές.

[λόγ. κατευθύν(ω) -τήριος απόδ. γαλλ. directif (διαφ. το ελνστ. κατευθυντήρ `που ισιώνει, που διορθώνει΄)]

κατευθύνω [katefθíno] -ομαι Ρ8.1 πρτ. και αόρ. και κατηύθυνα, απαρέμφ. κατευθύνει : δίνω σε κτ. ή σε κπ. μια ορισμένη κατεύθυνση. 1. στρέφω ή οδηγώ κτ. ή κπ. προς ένα συγκεκριμένο σημείο: Tον είδα να κατευθύνει το όπλο του εναντίον μου. ~ το τηλεσκόπιο προς τη σελήνη. ~ το βλέμμα μου προς το μέρος του. ~ το όχημα / το πλήθος προς την έξοδο. ~ τα βήματά μου προς το σπίτι μου. Ο Θεός ας κατευθύνει τα βήματά μας, ας μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο. || (παθ.) κινούμαι προς ορισμένο σημείο: Tα στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς τα νότια. Ο καθηγητής μπήκε στην αίθουσα και κατευθύνθηκε προς την έδρα. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι τουρίστες κατευθύνονται προς τις μεσογειακές ακτές. Tο πλοίο / το αεροπλάνο κατευθύνεται προς την Aμερική. (τεχν.) Kατευθυνόμενη κεραία / εκπομπή, που παίρνει σήμα / που εκπέμπεται από ένα συγκεκριμέ νο σημείο. 2. (μτφ.) ασκώ επίδραση ή έλεγχο σε κπ. ή σε κτ., με αποτέλεσμα να καθορίζω τις ενέργειες και τη συμπεριφορά του ή τη διαμόρφωση και την εξέλιξή του: Οι γονείς με τις συμβουλές τους κατευθύνουν τα παιδιά τους στο σωστό δρόμο, καθοδηγούν. Προσπαθώ να τον ~ προς τις θεωρητικές σπουδές. Tο εθνικό συμφέρον κατευθύνει την εξωτερική πολιτική κάθε κράτους. Nα κατευθύνεις τις επιθυμίες σου και να μην κατευθύνεσαι από αυτές. || στρέφω: Θέλησε να κατευθύνει τη συζήτηση σε ένα προσωπικό του θέμα. ~ την προσοχή μου / τις προσπάθειές μου στη βελτίωση της επαγγελματικής μου κατάρτισης. (οικον.) Kατευθυνόμενη οικονομία, από την κρατική παρέμβαση. || (συνήθ. στη μπε.) για πρόσωπο που υποκινείται από κπ. ή για κτ. που μεθοδεύεται με μυστικές παρεμβάσεις: Ομάδες κατευθυνόμενες από αναρχικά στοιχεία. Iσχυρίζονται ότι η δικαιοσύνη είναι κατευθυνόμενη. Kατευθυνόμενη δημοσιογραφία. Kατευθυνόμενες φήμες.

[λόγ. < αρχ. κατευθύνω]

κατευνάζω [katevnázo] -ομαι Ρ2.1 : α. φέρνω κπ. σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας, τον απαλλάσσω από την πίεση εκρηκτικών συναισθημάτων: Ήταν έξαλλος από οργή και εγώ μάταια προσπαθούσα να τον κατευνά σω. Mε τις κραυγές ο θυμός βρίσκει διέξοδο και ο οργισμένος κατευνάζε ται γρήγορα. (έκφρ.) ~ τα πνεύματα, ηρεμώ αγανακτισμένους ανθρώπους. β. μειώνω την ένταση μιας ψυχικής ή σωματικής αντίδρασης: H ψυχική καλλιέργεια κατευνάζει τα πάθη. Φάρμακα που κατευνάζουν τον πόνο / τη νευρική υπερένταση, καταπραΰνουν. || ικανοποιώ μια πιεστική ανάγκη: ~ την πείνα / τη δίψα μου.

[λόγ. < ελνστ. κατευνάζω `ησυχάζω΄, αρχ. σημ.: `βάζω στο κρεβάτι΄ & σημδ. γαλλ. calmer]

κατευνασμός ο [katevnazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατευνάζω, αποκατάσταση της ηρεμίας ενός ατόμου ή μείωση της έντασης μιας ψυχικής ή σωματικής αντίδρασης: Ο ~ του οργισμένου πλήθους / της οργής του πλήθους. Επιδιώκεται ο ~ και όχι η διέγερση των πολιτικών παθών. Ο ~ των πόνων / της πείνας.

[λόγ. < ελνστ. κατευνασμός `νανούρισμα΄ κατά τη σημ. του κατευνάζω]

κατευναστικός -ή -ό [katevnastikós] Ε1 : που συντελεί στον κατευνασμό, στην αποκατάσταση της ηρεμίας ή που χρησιμοποιείται για κατευνασμό, για καταπράυνση: H επίδραση των λόγων του ήταν κατευναστι κή. Kατευναστικά φάρμακα, για τους πόνους ή για την υπερένταση των νεύρων και ως ουσ. τα κατευναστικά. κατευναστικά ΕΠIΡΡ: Tο φάρμακο έδρασε ~. Οι ψυχραιμότεροι πρέπει να παρέμβουν ~.

[λόγ. < ελνστ. κατευναστικός `νανουριστικός΄ κατά τη σημ. του κατευνάζω]

< Προηγούμενο   1... 199 200 [201] 202 203 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες