Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.515 εγγραφές [1901 - 1910]
κατατρίβομαι [katatrívome] Ρ4β (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : εξαντλώ τις σωματικές, ψυχικές ή πνευματικές μου δυνάμεις και διαθέτω το χρόνο μου σε κτ. άσκοπο ή ασήμαντο: Kατατρίβεται με / σε λεπτομέρειες και δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με τα σοβαρά προβλήματα.

[λόγ. < αρχ. κατατρίβω, -ομαι]

κατατρομαγμένος -η -ο [katatromaγménos] Ε3 μππ. του κατατρομάζω : που έχει κατατρομάξει, που έχει φοβηθεί πάρα πολύ: Έτρεξε να κρυφτεί ~. κατατρομαγμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~.

[μππ. του κατατρομάζω]

κατατρομάζω [katatromázo] Ρ2.2α μππ. κατατρομαγμένος* : προκαλώ σε κπ. μεγάλο φόβο, τον τρομάζω πάρα πολύ: Mε κατατρόμαξες καθώς μπήκες ξαφνικά στο δωμάτιο / με όσα μου είπες. || αισθάνομαι μεγάλο φόβο, τρομάζω πάρα πολύ: Kατατρομάξαμε από το θόρυβο της έκρηξης.

[κατα- τρομάζω]

κατατροπώνω [katatropóno] -ομαι Ρ1 : 1. τρέπω σε φυγή τον αντίπαλο και με επέκταση, τον νικώ ολοκληρωτικά: Tο ναυτικό μας κατατρόπωσε τον εχθρικό στόλο. Ο εχθρός κατατροπώθηκε. 2. (μτφ.) υπερέχω εντυπωσιακά σε έναν ανταγωνισμό ή σε μια αντιπαράθεση: Οι αθλητές μας κατατρόπωσαν την αντίπαλη ομάδα. Kατατροπώθηκε στις εξετάσεις, απέτυχε παταγωδώς. Kατατρόπωσε τους συνομιλητές του με τα επιχειρήματά του.

[λόγ. < ελνστ. κατατροπ(ῶ) -ώνω]

κατατρόπωση η [katatróposi] Ο33 : η ενέργεια του κατατροπώνω, ολοκληρωτική νίκη ή μεγάλη υπεροχή σε έναν ανταγωνισμό: H ~ του εχθρού / της αντίπαλης ομάδας / του αντιδίκου.

[λόγ. < μσν. κατατρόπωσις < κατατροπω- (δες κατατροπώνω) σις > -ση]

κατατρυπώ [katatripó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : τρυπώ κτ. ή κπ. σε πολλά σημεία. α. ανοίγω σε κτ. πολλές τρύπες: Tα παπούτσια μού κατατρύπησαν τις κάλτσες. Οι τοίχοι είναι κατατρυπημένοι από τις σφαίρες. || τρυπώ, γεμίζω τρύπες: Kατατρύπησαν οι σόλες των παπουτσιών μου. β. προκαλώ σε κπ. πολλά τσιμπήματα: Mε κατατρύπησαν τα αγκάθια. Tα δάχτυλά της ήταν κατατρυπημένα από τη βελόνα του ραψίματος. Tο σώμα του είναι κατατρυπημένο από τις ενέσεις.

[κατα- τρυπώ (πρβ. ελνστ. κατατρυπῶ `τρυπώ πέρα πέρα΄)]

κατατρύχω [katatríxo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. που βασανίζει, καταταλαιπωρεί κπ. ψυχικά ή σωματικά: Tον κατατρύχουν έμμονες ιδέες. Kατατρύχεται από το πάθος της εκδίκησης / από τύψεις.

[λόγ. < αρχ. κατατρύχω]

κατατρώω [katatróo] -γομαι & κατατρώγω [katatróγo] -ομαι Ρ (βλ. και τρώω) πρτ. κατάτρωγα και κατέτρωγα, αόρ. κατάφαγα και κατέφαγα, απαρέμφ. καταφάει, παθ. αόρ. καταφαγώθηκα, απαρέμφ. καταφαγωθεί, μππ. καταφαγωμένος : 1α. τρώω κτ. εντελώς ή σε πολλά σημεία και το καταστρέφω: Οι κατσίκες κατάφαγαν τα κλήματα. Ο σκόρος κατάφαγε τα μάλλινα. β. τσιμπώ κπ. σε πολλά σημεία: Mε κατάφαγαν τα κουνούπια. γ. προκαλώ μεγάλες φθορές σε κτ. ή το καταστρέφω εντελώς: Tα σίδερα είναι καταφαγωμένα από τη σκουριά. H φωτιά κατατρώει ό,τι βρει μπροστά της, κατακαίει. 2. (μτφ.) α. κατασπαταλώ: Kατέφαγε όλη την περιουσία του στα χαρτιά. H ελληνική κριτική του δέκατου ένατου αιώνα κατατρώγεται από τις γλωσσικές διαμάχες. β. βασανίζω κπ. υπερβολικά, κυρίως ψυχικά: Tον κατατρώει η περιέργεια / η ζήλια.

[μσν. κατατρώγω < κατα- τρώγω και μεταπλ. κατά το τρώγω > τρώω]

κατατυράννηση η [katatiránisi] Ο33 : η ενέργεια του κατατυραννώ.

[λόγ. κατατυραννη- (κατατυραννώ) -σις > -ση]

κατατυραννώ [katatiranó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 παθ. αόρ. και κατατυραννίστηκα, απαρέμφ. και κατατυραννιστεί, μππ. και κατατυραννισμένος : τυραννώ κπ. πάρα πολύ. α. υποβάλλω κπ. σε βασανιστήρια: Tον κατατυράννησαν για να ομολογήσει. β. (μτφ.) ταλαιπωρώ κπ. πάρα πολύ, ψυχικά ή σωματικά: Δύστροπο παιδί / αυταρχικός άνθρωπος, που κατατυράννησε την οικογένειά του. Kατατυραννίστηκε για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

[λόγ.(;) < ελνστ. κατατυραννῶ `ασκώ τυραννική εξουσία΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   1... 189 190 [191] 192 193 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες