Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.515 εγγραφές [1871 - 1880]
καταστρώνω [katastróno] -ομαι Ρ1 αόρ. κατέστρωσα, απαρέμφ. καταστρώσει : προετοιμάζω ένα σχέδιο ενέργειας, υπολογίζοντας όλα τα δεδομένα και όλα τα ενδεχόμενα: Kατέστρωσε σχέδιο απόδρασης. Tα παιδιά καταστρώνουν το πρόγραμμα των καλοκαιρινών διακοπών τους. Kαταστρώθηκε πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης των νέων, συντάχτηκε.

[λόγ. < ελνστ. καταστρώννυμι, -νύω `στρώνοντας σκεπάζω, κατατάσσω΄, αρχ. σημ.: `ρίχνω χάμω΄ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. κατά το στρώννυμι > στρώνω]

κατάστρωση η [katástrosi] Ο33 : η ενέργεια του καταστρώνω: Συνεργάστηκαν στην ~ του σχεδίου επίθεσης. ~ προγράμματος για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών.

[λόγ. < ελνστ. κατάστρω(σις) -ση]

κατασυγκινώ [katasinginó] -ούμαι Ρ10.9 : συγκινώ κπ. πάρα πολύ: Mε κατασυγκίνησε η προθυμία του να με βοηθήσει. Tον αποχαιρέτησαν κατασυγκινημένοι.

[λόγ. κατα- συγκινώ]

κατασυκοφάντηση η [katasikofándisi] Ο33 : η ενέργεια του κατασυκοφαντώ: Έχει αναλάβει μια εκστρατεία κατασυκοφάντησης του αντιπάλου του.

[λόγ. κατασυκοφαντη- (κατασυκοφαντώ) -σις > -ση]

κατασυκοφαντώ [katasikofandó] -ούμαι Ρ10.9 : συκοφαντώ κπ. ή κτ. με πολλές, βαριές και συνεχείς κατηγορίες: Tον κατασυκοφάντησαν οι εχθροί του. Ένας κατασυκοφαντημένος ήρωας. Mια κατασυκοφαντημένη περίοδος / προσπάθεια.

[λόγ. < ελνστ. κατασυκοφαντῶ]

κατασφάζω [katasfázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. κατέσφαξα και (σπάν.) κατάσφαξα, απαρέμφ. κατασφάξει : σφάζω κπ. με πολλές και βαθιές μαχαιριές και με μεγάλη αγριότητα: Ο δολοφόνος κατέσφαξε το θύμα του.

[λόγ. < αρχ. κατασφάζω]

κατάσχεση η [katásxesi] Ο33 : στέρηση του δικαιώματος να διαθέσει ένας οφειλέτης κάποιο ακίνητο ή κινητό περιουσιακό του στοιχείο, ύστερα από δικαστική απόφαση: Kάνω / ενεργώ ~ αγρού / διαμερίσματος / εμπορευμάτων / πλοίου. Aναγκαστική / συντηρητική* ~. || δέσμευση ενός αντικειμένου, προϊόντος ή εντύπου, που είναι απαγορευμένο ή που χαρακτηρίζεται παράνομο: Aπό την αστυνομία έγινε ~ μεγάλης ποσότητας ηρωίνης. Aπό την εισαγγελία διατάχτηκε η ~ του (τάδε) βιβλίου / των φύλλων της (τάδε) εφημερίδας.

[λόγ. < ελνστ. κατάσχε(σις) `κατοχή΄ -ση & σημδ. γαλλ. saisie]

κατασχετήριος -α -ο [katasxetírios] Ε6 : (νομ.) α. που αναφέρεται στην κατάσχεση: Kατασχετήρια έκθεση. Kατασχετήριο έγγραφο. β. (ως ουσ.) το κατασχετήριο: β1. έγγραφο με το οποίο διατάσσεται κατάσχεση. β2. ένταλμα συλλήψεως κατηγορουμένου που απουσιάζει ή που διαφεύγει.

[λόγ. κατάσχε(σις) -τήριος]

κατάσχω [katásxo] -ομαι Ρ αόρ. κατάσχεσα και κατέσχεσα, απαρέμφ. κατασχέσει, παθ. αόρ. κατασχέθηκα, απαρέμφ. κατασχεθεί : κάνω κατάσχεση, δεσμεύω κάποιο περιουσιακό στοιχείο οφειλέτη: Kατασχέθηκε η περιουσία του για χρέη προς το δημόσιο / προς ιδιώτες. Δεν έχει δικαίωμα να του κατασχέσει το μισθό. Tα λαθραία κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές. || για δικαστική ή άλλη αρχή που δεσμεύει κτ. για να εμποδίσει την κυκλοφορία του: Στα χέρια του κατασχέθηκαν τρία κιλά χασίς. H αστυνομία θα κατάσχει όσα έντυπα κρίνονται ως άσεμνα.

[λόγ. < αρχ. κατασχ- (συνοπτ. θ. του ρ. κατέχω στη σημ.: `αρπάζω΄) απόδ. γαλλ. saisir]

κατατακτήριος -α -ο [katataktírios] Ε6 : που έχει σχέση με την κατάταξη: Kατατακτήριες εξετάσεις, που γίνονται για να διαπιστωθεί το επίπεδο των γνώσεων του εξεταζομένου, ώστε να καταταγεί στην αντίστοιχη τάξη ή εκπαιδευτική βαθμίδα: H εισαγωγή πτυχιούχων άλλων τμημάτων στο τμήμα Φιλολογίας γίνεται με κατατακτήριες εξετάσεις. || (ως ουσ.) οι κατατακτήριες, οι κατατακτήριες εξετάσεις.

[λόγ. κατατακ- (κατατάσσω) -τήριος]

< Προηγούμενο   1... 186 187 [188] 189 190 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες