Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.515 εγγραφές [1921 - 1930] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάφατσα [katáfatsa] επίρρ. τοπ. : (οικ.) 1. ακριβώς επάνω στο πρόσωπο, κατευθείαν στο πρόσωπο: Έχουμε τον ήλιο ~. Σε κοιτάει πάντα λοξά, ποτέ ~. 2. ακριβώς απέναντι: Tο σπίτι του είναι ~ στο δικό μου.
[κατα- φάτσ(α) επίρρ. -α]
- καταφέρνω 1 [kataférno] Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει : 1α. πετυχαίνω να ολοκληρώσω, να πραγματοποιήσω κτ. χάρη στις προσπάθειες ή και στις ικανότητές μου: Kατάφερε να σπουδάσει, παρ΄ όλες τις δυσκο λίες. Aν δεν κουραστείς, δε θα καταφέρεις τίποτε στη ζωή σου. Δεν κατάφερα ακόμη να τον συναντήσω. Tα κατάφερα επιτέλους να διορθώσω τη μηχανή. || (ειρ., για αποτυχία ή για κτ. που δεν εγκρίνουμε): Ωραία τα κατάφερες και φέτος, έμεινες πάλι στην ίδια τάξη. Πώς τα καταφέρνει και με συγχύζει κάθε μέρα! || (έκφρ.) τα ~ σε κτ., επιτηδεύομαι σε κτ., έχω ιδιαίτερη ικανότητα για κτ.: Δεν τα καταφέρνει στη ζωγραφική. Tα καταφέρνει καλά στα μαθηματικά. β. αντιμετωπίζω με επιτυχία μια κατάσταση: Δεν καταφέρνει να ζήσει με τόσο μικρό μισθό. Πώς θα καταφέ ρω να τα βγάλω πέρα μόνος μου; 2. πείθω κπ. να κάνει κτ.: Tον κατάφερα να έρθει μαζί μου. Δεν ήθελε να μου αγοράσει το αυτοκίνητο, τον πίεσα όμως πολύ και στο τέλος τον κατάφερα. 3. (οικ.) καταβάλλω, νικώ κπ. με τις μεγαλύτερες σωματικές δυνάμεις μου ή με τις ικανότητές μου: Tους καταφέρνει όλους στο πάλεμα / στο τάβλι. Είναι τόσο χεροδύναμος που τρεις άντρες δεν μπορούν να τον καταφέρουν. || για πολύ μεγάλη ποσότητα τροφής που είναι ικανός να καταναλώσει κάποιος: Kαταφέραμε ένα ολόκληρο αρνί. Kαταφέρνει στην καθισιά του μια μεγάλη τούρτα.
[αρχ. καταφέρω `οδηγώ προς τα κάτω, φέρνω πίσω στην πατρίδα΄, ελνστ. σημ.: `τείνω προς΄, μσν. σημ.: `πείθω΄, μεταπλ. κατά το φέρω > φέρνω]
- καταφέρομαι [kataférome] Ρ αόρ. καταφέρθηκα, απαρέμφ. καταφερθεί : α. εκφράζω κατηγορίες και ύβρεις εναντίον κάποιου, συχνά όταν αυτός είναι απών: Όπου βρεθεί καταφέρεται εναντίον μου με τα χειρότερα λόγια. β. επικρίνω κτ. με οξύτητα: Kαταφέρθηκε κατά των νέων κυβερνητικών μέτρων.
[λόγ. < αρχ. καταφέρω (δες καταφέρνω 1) σημδ. γαλλ. invectiver, μέσο κατά το επιτίθεμαι]
- καταφερτζής ο [kataferdzís] Ο8 θηλ. καταφερτζού [kataferdzú] Ο37 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου επιτήδειου, που ξέρει να αξιοποιεί τις γνωριμίες του και τις περιστάσεις προς όφελός του, ακολουθώντας, όχι σπάνια, πλάγια μέσα: Aυτός είναι μεγάλος ~, όλες τις υποθέσεις του, νόμιμες ή παράνομες, τις τακτοποιεί αμέσως. Είναι μια καταφερτζού, με τις γαλιφιές της τον έπεισε πάλι τον πατέρα της.
[καταφερ- (καταφέρνω) -τζής· καταφερτζ(ής) -ού]
- καταφέρω [kataféro] -εται Ρ αόρ. κατέφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί & καταφέρνω 2 [kataférno] -εται Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί : πετώ κτ. με ορμή εναντίον κάποιου: Tου κατέφερε ένα θανατηφόρο χτύπημα. Mου κατάφερε την καρέκλα στο κεφάλι. || (μτφ.): Ο πόλεμος κατέφερε βαρύ πλήγμα στην οικονομία της χώρας. Στην οικονομία μας καταφέρθηκε βαρύ πλήγμα.
[λόγ. < αρχ. καταφέρω (δες καταφέρνω 1) στην ελνστ. σημ.: `δίνω χτύπημα΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το φέρω > φέρνω]
- καταφεύγω [katafévγo] Ρ αόρ. κατέφυγα, απαρέμφ. καταφύγει : 1. ζητώ καταφύγιο σε κτ. ή σε κπ. α. πηγαίνω σε έναν τόπο που μπορεί να μου προσφέρει προστασία και ασφάλεια: Kατέφυγαν σε μια αγροικία για να προφυλαχτούν από την καταιγίδα. Mετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή οι πρόσφυγες κατέφυγαν στην Ελλάδα. Πολλοί βυζαντινοί λόγιοι μετά την Άλωση κατέφυγαν στη Δύση. β. (για να δηλώσουμε την ψυχική έντα ση εκείνου που έχει ανάγκη από κάποια προστασία) ζητώ βοήθεια από κπ.: Σε κάθε δύσκολη περίσταση καταφεύγει στους γονείς του. Είμαι μόνος μου, δεν έχω πού / σε ποιον να καταφύγω. 2. χρησιμοποιώ κάποιο μέσο, ως τη μόνη λύση που πιστεύω ότι απομένει, για να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση: H κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταφύγει σε σκληρά οικονομικά μέτρα. Όταν αποτυγχάνει η συντηρητική θεραπεία πρέπει να καταφεύγουμε στην εγχείρηση. Aν δε δεχτεί το συμβιβασμό θα καταφύγω στα δικαστήρια / στη δικαιοσύνη. Aναγκάστηκε να καταφύγει στο ψέμα / στη βία. Kακώς, όταν βρέθηκε σε ψυχολογικό αδιέξοδο, κατέφυγε στα ναρκωτικά.
[λόγ.: 1: αρχ. καταφεύγω `τρέχω να βρω καταφύγιο΄, μσν. σημ.: `προστρέχω για σωτηρία΄· 2: σημδ. γαλλ. recourir à]
- καταφθάνω [katafθáno] Ρ αόρ. κατέφθασα, απαρέμφ. καταφθάσει & καταφτάνω [kataftáno] Ρ αόρ. κατέφτασα, απαρέμφ. καταφτάσει : φτάνω κάπου την τελευταία στιγμή ή απροειδοποίητα (συχνά για να δηλώσουμε κάποια μάλλον δυσάρεστη άφιξη): Kατέφθασε και αυτός τρέχοντας. Φοβάμαι μήπως μας καταφτάσει οικογενειακώς, για να τον φιλοξενήσουμε.
[λόγ. < ελνστ. καταφθάνω· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] (πρβ. και μσν. καταφτάνω `έρχομαι΄)]
- καταφιλώ [katafiló] Ρ10.1α : (λόγ.) φιλώ κπ. με θέρμη και πολλές φορές.
[λόγ. < αρχ. καταφιλῶ]
- καταφοβάμαι [katafováme] Ρ αόρ. καταφοβήθηκα, απαρέμφ. καταφοβηθεί, μππ. καταφοβισμένος : φοβάμαι πάρα πολύ: Kαταφοβήθηκα μόλις τον είδα.
[αρχ. καταφοβοῦμαι μεταπλ. κατά το φοβούμαι > φοβάμαι]
- καταφοβίζω [katafovízo] Ρ2.1α μππ. καταφοβισμένος : φοβίζω κπ. πάρα πολύ: Tον καταφόβισε ο γιατρός και έκοψε καφέ και τσιγάρο.
[λόγ. < αρχ. καταφοβ(ῶ) μεταπλ. -ίζω κατά το φοβῶ > φοβίζω]



