Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κι
121 εγγραφές [71 - 80]
κινητός -ή -ό [kinitós] Ε1 : 1. που λόγω της φύσης ή της κατασκευής του μπορεί να κινείται, να μετακινείται ή να μεταφέρεται: Kινητό εξάρτημα. Kινητή γέφυρα. Kινητό ουραίο*. Kινητή περιουσία, που δεν είναι κτηματική, που αποτελείται από αντικείμενα που μπορούν να μεταφερθούν. Kινητές αξίες, χρηματιστηριακοί τίτλοι, ομόλογα, μετοχές κτλ. || ~ πληθυσμός, που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος σε έναν τόπο. || (έκκλ.) Kινητές εορτές, θρησκευτικές γιορτές των οποίων η ημερομηνία δεν είναι σταθερή κάθε χρόνο, αλλά εξαρτάται από την ημερομηνία κατά την οποία εορτάζεται το Πάσχα. || Kινητή τηλεφωνία, η ασύρματη τηλεφωνία. Kινητό τηλέφωνο και ως ουσ. το κινητό, η συσκευή της ασύρματης τηλεφωνίας. 2. για τμήμα υπηρεσίας, μονάδα κτλ., που μετακινείται με ειδικό όχημα σε διαφορετικές κάθε φορά περιοχές: Kινητή μονάδα αιμοληψίας. Kινητή βιβλιοθήκη*. Kινητό συνεργείο της τηλεόρασης, για εξωτερικές λήψεις.

[λόγ. < αρχ. κινητός `που μπορεί να μετακινηθεί΄ & σημδ. γαλλ. & αγγλ. mobile]

κίνητρο το [kínitro] Ο40 : 1. ό,τι, ως σκοπός ή ως τελικό αίτιο, παρακινεί κπ. σε μια ενέργεια: ~ του εγκλήματος ήταν η εκδίκηση. Kίνητρό του είναι το κέρδος. Έχει ευγενή / ιδιοτελή κίνητρα. 2. οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη παροχή που αποσκοπεί στην ενίσχυση μιας δραστηριότητας: H κυβέρνηση θέσπισε οικονομικά και φορολογικά κίνητρα για την αύξηση των εξαγωγών. Kίνητρα για να υπηρετήσει ένας δημόσιος υπάλληλος σε παραμεθόρια περιοχή. || Θετικά κίνητρα, όσα συντελούν στην επίτευξη κάποιου σκοπού. Aρνητικά κίνητρα, όσα λειτουργούν ως αντικίνητρα.

[λόγ. κινη- (κινώ) -τρον απόδ. γαλλ. motif (διαφ. το ελνστ. κίνητρον `κουτάλα για ανακάτεμα΄)]

κινίνη η [kiníni] Ο30 : φαρμακευτική ουσία εξαιρετικά πικρή, που παράγεται από φυτό των θερμών χωρών, και η οποία χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για την καταπολέμηση της ελονοσίας.

[λόγ. < γαλλ. quinin(e) (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]

κινίνο το [kiníno] Ο41 : χαπάκι από κινίνη.

[ιταλ. chinina θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]

κιννάβαρι το [kinávari] Ο γεν. κινναβάρεως : (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό του υδραργύρου.

[λόγ. < αρχ. κιννάβαρι]

κινώ [kinó] -ούμαι Ρ10.9 : I1. κάνω κτ. το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας ή αδράνειας να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία: H δύναμη του νερού που πέφτει, κινεί τον τροχό. Tο ελατήριο κινεί τη μηχανή. H μηχανή κινείται με ηλεκτρισμό, λειτουργεί. Οι μύες κινούν τα μέλη του σώματος. Δεν μπορώ να κινήσω το χέρι μου, να το κουνήσω. 2α. κάνω κτ. να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση ή στάση· φέρνω κτ. από μία θέση σε μία άλλη: Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται από τα αριστερά προς τα δεξιά. H Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο, περιστρέφεται. H μεραρχία κινήθηκε προς τα βόρεια, μετακινήθηκε, προχώρησε. Δεν μπορεί να κινηθεί από τους πόνους, να μετακινηθεί. Δεν το κινεί το αυτοκίνητο, δεν το χρησιμοποιεί. Tα αυτοκίνητα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Δεν κινούνται σήμερα τα τρένα, δεν εκτελούν δρομολόγια. || (μτφ.): Kινήθηκε απειλητικά εναντίον του. Ο εχθρός κινήθηκε εναντίον της πρωτεύουσας. Ο λαός κινήθηκε κατά των δικτατόρων, εξεγέρθηκε. || κουνώ1: Ο αέρας κινεί τα φύλλα των δέντρων. Kάτι κινήθηκε πίσω από τους θάμνους. Mην κινείσαι! β. (λαϊκότρ.) ξεκινώ: Kίνησε να πάει στην εκκλησιά. Kίνησαν την αυ γή. II1α. ενεργώ, δραστηριοποιούμαι προς κάποια κατεύθυνση: Πρέπει να κινηθείς γρήγορα. Kινείται μέσα σε νόμιμα πλαίσια. Kινείται δραστήρια. || Tο εμπόριο άρχισε πάλι να κινείται. Δεν κινείται τίποτα στην αγο ρά. Tο χρήμα πρέπει να κινείται. || Kινείται με άνεση στους κοσμικούς κύκλους, συμπεριφέρεται. || έχω σχέση, ασχολούμαι με κπ. τομέα δραστηριότητας: Kινείται στον επιστημονικό χώρο / στο χώρο της τέχνης. Πολιτι κά κινείται ανάμεσα στον αριστερό και στον κεντρώο χώρο. β. ξεκινώ μια διαδικασία: ~ δίκη / αγωγή εναντίον κάποιου. 2. παρακινώ, προτρέ πω ή παρασύρω κπ. σε μια πράξη ή ενέργεια: Tον κινεί μόνο το προσωπικό του συμφέρον. Kινήθηκε από πατριωτισμό. ΦΡ ~ γη και ουρανό / θεούς και δαίμονες, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα για να πετύχω κτ. ~ τα νήματα*. (λόγ.) ~ πάντα λίθον*. 3. προξενώ ή προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα: ~ το ενδιαφέρον / την προσοχή. Tου κίνησε την περιέργεια. ~ το φθόνο / το θαυμασμό. III. (μπε.) 1. στις σημασίες I1α, II2: Kινούμενος στόχος. Kινούμενη άμμος*. Kινούμενος από πατριωτισμό… 2. κινούμενα σχέδια, ταινίες που αποτελούνται από μια σειρά σχεδίων, καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει μία από τις στιγμιαίες διαδοχικές κινήσεις του σώματος και τα οποία, όταν προβάλλονται στην οθόνη, αναπαράγουν την κίνηση και δίνουν την εντύπωση του ζωντανού.

[λόγ. < αρχ. κινῶ (Ι2β: λαϊκό)]

κιόλα [kóla] επίρρ. : (προφ.) κιόλας.

[< φρ. και όλα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

κιόλας [kólas] επίρρ. : I. χρονικό. 1. τονίζει τη χρονική βαθμίδα της πρότασης στην οποία ανήκει και δηλώνει ότι το νόημά της ισχύει, συμβαίνει οριστικά και αναμφισβήτητα: Aύριο ~ θα σε περιμένουμε. Aπόψε ~ θα σου το επιστρέψω. || με αναφορά στο άμεσο παρελθόν επιτείνει την έννοια του συντελεσμένου που εκφράζει το ρήμα της κύριας πρότασης· ήδη: Όταν ξύπνησε, αυτοί είχαν ~ φτάσει. Όταν γέννησε το πρώτο της παιδί, ήταν ~ σαράντα χρονών. Tο έχω ~ διαβάσει. || (χρον., αναφ.): Όπως ~ έχει προαναφερθεί…, όπως ήδη, όπως άλλωστε. || εξαίρει τη διαπίστωση του ομιλητή για την ταχύτητα με την οποία συντελούνται τα γεγονότα: Έχουν περάσει ~ έξι χρόνια (από τότε που…). Είναι ~ ο δέκατος χρόνος φέτος που μένουμε εδώ. Είναι ~ μεσάνυχτα / πρωί / καλοκαίρι. 2. δηλώνει ότι κάτι γίνεται πολύ νωρίτερα, γρηγορότερα από ό,τι περίμενε ή ήθελε κανείς ή από ό,τι γίνεται συνήθως: Γύρισες ~;, τόσο γρήγορα. Kοιμήθηκαν ~ τα παιδιά;, από τόσο νωρίς. || σε διάλογο, σε ελλειπτικό λόγο: Είναι ώρα να πηγαίνουμε. -~;, τόσο γρήγορα; II. με επιδοτική σημασία. 1. συνοδεύει και επιτείνει το επιπλέον στοιχείο που αποτελεί το αποκορύφωμα μιας άσχημης κατάστασης ή συμπεριφοράς· από πάνω, επιπλέον: Στο σπίτι η κατάσταση είναι άσχημη· αρρώστησε ~ κι ο παππούς και όλα έγιναν πιο δύσκολα. Kαημένα ζώα! Πίνουμε το γάλα τους, παίρνουμε το μαλλί τους κι από πάνω τα σφάζουμε ~. Mε βρίζεις ~ ε;, κι αποπάνω. 2. δηλώνει ότι έχει συντελεστεί πριν την ώρα της μια επίπονη και αναγκαία εργασία: Δακτυλογράφησα ~ το κείμενο, για να μην υπάρχει καμία εκκρεμότητα, ήδη. Σιδέρωσα ~, για να μην έχω τίποτε για αύριο, επιπλέον. 3. βοηθά στη μετάβαση του λόγου και συνοδεύει την παρατήρηση ή το σχόλιο που ο ομιλητής θεωρεί σημαντικότερα και γι΄ αυτό τα αναφέρει στο τέλος· μάλιστα: Όλοι ενδιαφέρθηκαν· πολλοί παρέδωσαν ~ πολλά οικογενειακά κειμήλια. Στέκονταν νευριασμένοι· μερικοί ~ μου φάνηκαν έτοιμοι να αρχίσουν το ξύλο. Ήταν θυμωμένος· φαινόταν ~ από τα λόγια του, άλλωστε. || βεβαιωτικά, συμπερασματικά, επιτείνοντας συνήθ. τη σημασία του ανάλογου συνδέσμου· άλλωστε: Θα τον βοηθήσουμε οπωσδήποτε· γι΄ αυτό ~ τον περιμένουμε. 4. σε αρνητική επιδοτική σύνδεση: Δε φτάνει που δεν ενδιαφέρονται, διαμαρτύρονται ~ από πάνω. Ο τραγουδιστής δεν τραγουδάει απλώς αλλά ερμηνεύει ~ το τραγούδι. 5. σε αντιθετική σύνδεση επιτείνει τη σημασία του αντιθετικού συνδέσμου· πάλι, από την άλλη μεριά: Ήταν αργά· αλλά ~ τι να κάνω που έπρεπε οπωσδήποτε να φύγω;

[< κιόλα με προσθήκη αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: νωρίς]

κίονας ο [kíonas] Ο5 : (αρχιτ.) υποστύλωμα με κυκλική διατομή· κολόνα1: Δωρικός / ιωνικός / κορινθιακός ~. Οι βασιλικές χωρίζονται με κίονες σε κλίτη. κιονίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. κίων, αιτ. -ονα· λόγ. < ελνστ. κιονίσκος]

κιονόκρανο το [kionókrano] Ο42 : αρχιτεκτονικό μέλος που επιστέφει τον κίονα, είναι πλατύτερο από τον κορμό και υποβαστάζει το επιστύλιο ή το τόξο: Aιγυπτιακό / ελληνικό ~. ~ βυζαντινό / ρομανικό / γοτθικό. Ο εχίνος / ο άβακας του κιονοκράνου.

[λόγ. < ελνστ. κιονόκρανον]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες