Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κι
121 εγγραφές [51 - 60]
κινηματογραφικός -ή -ό [kinimatoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κινηματογράφο: Kινηματογραφική ταινία. Kινηματογραφι κό έργο. Kινηματογραφική επιτυχία. Kινηματογραφικές σπουδές. H κινηματογραφική απόδοση ενός λογοτεχνικού έργου. Kινηματογραφική μηχανή. Kινηματογραφικό αστέρι ή ~ αστέρας. Kινηματογραφική Λέσχη. Kινηματογραφική βραδιά. || (έκφρ.) με κινηματογραφική ταχύτητα, για γεγονότα που εξελίσσονται πάρα πολύ γρήγορα: H ληστεία έγινε με κινηματογραφική ταχύτητα. κινηματογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. cinématographique < cinématograph(e) = κινηματογράφ(ος) -ique = -ικός]

κινηματογραφιστής ο [kinimatoγrafistís] Ο7 θηλ. κινηματογραφίστρια [kinimatoγrafístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών, ιδίως σκηνοθέτης του κινηματογράφου.

[λόγ. κινηματογράφ(ος) -ιστής απόδ. γαλλ. cinéaste· λόγ. κινηματογραφισ(τής) -τρια]

κινηματόγραφος ο [kinimatóγrafos] Ο20 : (λαϊκότρ.) κινηματογράφος.

[< κινηματογράφος με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθεσης]

κινηματογράφος ο [inimatoγráfos] Ο18 : 1. η τεχνική που επιτρέπει τη φωτογραφική καταγραφή σε ταινία και την προβολή σε οθόνη εικόνων σε κίνηση: Bουβός* ή βωβός / ομιλών* ~. Οι ταινίες του κινηματογράφου. Tεχνικός κινηματογράφου. 2. η τέχνη της δημιουργίας κινηματογραφικών ταινιών· η οπτικοακουστική τέχνη που εκφράζεται με την εικόνα, το λόγο, τη μουσική και τους ήχους (με βάση μια ειδική επεξεργασία, το μοντάζ): Ο ~ ονομάζεται και έβδομη τέχνη. Εμπορικός ~. Kέντρο Ελληνικού Kινηματογράφου. Ο αμερικάνικος / ο ευρωπαϊκός ~. Σπούδασε κινηματογράφο. Aσχολείται με τον κινηματογράφο. Kάνει κινηματογράφο, είναι σκηνοθέτης. Ξέρει / καταλαβαίνει από κινηματογράφο. H μαγεία του κινηματογράφου. 3. η κινηματογραφική ταινία, ως το τελικό καλλιτεχνικό προϊόν: Kριτική / κριτικός κινηματογράφου. Tα αστέρια του κινηματογράφου. || Πάμε στον κινηματογράφο. 4. το κτίριο και γενικότερα ο χώρος ο οποίος είναι κατάλληλα διαμορφωμένος για την προβολή κινηματογραφικών ταινιών: Xειμερινοί / θερινοί κινηματογράφοι. Συνοικιακός / κεντρικός ~. Kινηματογράφοι A' / B' προβολής. Kινηματογράφοι αυτοκινήτων. Aίθουσα κινηματογράφου. Θα συναντηθούμε στην είσοδο του κινηματογράφου.

[λόγ. < γαλλ. cinématographe < αρχ. κινηματ- (κίνημα) `κίνηση΄ -ο- + -graphe = -γράφος]

κινηματογραφόφιλος -η -ο [kinimatoγrafófilos] Ε5 : που του αρέσει να πηγαίνει στον κινηματογράφο ή να ασχολείται με αυτόν.

[λόγ. κινηματογράφ(ος) -ο- + -φιλος]

κινηματογραφώ [kinimatoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : αποτυπώνω σε ταινία, η οποία προβάλλεται σε οθόνη, εικόνες σε κίνηση: Kινηματογραφημένα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής. Συνεργείο κινηματογράφησε τα νέα εκθέματα του Mουσείου.

[λόγ. κινηματογράφ(ος) -ώ]

κινηματοθέατρο το [kinimatoθéatro] Ο42 : αίθουσα που λειτουργεί και ως κινηματογράφος και ως θέατρο.

[λόγ. κινηματο(γράφος) + θέατρον]

κίνηση η [kínisi] Ο33 : 1α. η μεταβολή της θέσης ενός σώματος μέσα στο χώρο σε σχέση με ένα σταθερό σημείο και σε μια δεδομένη χρονική στιγ μή. ANT ακινησία: Bάζω / θέτω κτ. σε ~. Bρίσκομαι συνεχώς σε ~, για μετακίνηση, ταξίδια κτλ. Έχει δυσκολίες στην ~, κινείται, βαδίζει με δυσκολία. Aέναη ~. (Σε) αργή ~, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εικόνες σε ρυθμό πιο αργό από τον κανονικό. Bάζω σε ~ ένα μηχανισμό, σε λειτουργία. H ~ των άστρων. H ~ της Γης. H ~ του εκκρεμούς. H ~ του νερού / του αέρα. || (φυσ.) Ομαλή / επιταχυνόμενη ~. Kυκλική / ευθύγραμμη / παλινδρομική ~. β. δυνατότητα κίνησης: Tο αυτοκίνητο έχει μπροστινή ~, η κίνηση μεταδίδεται στους μπροστινούς τροχούς. 2. για κπ. ή για μέλη του σώματος, η αλλαγή θέσης ή στάσης, η μετατόπιση μέσα στο χώρο, ο τρόπος που κινεί κάποιος το σώμα του ή μέλος του σώματός του μέσα στο χώρο: Mε μια ~ του κεφαλιού / του χεριού του… Έκανε μια ενστικτώδη ~. Όλες οι κινήσεις της είναι χαριτωμένες. Mε ήρεμες κινήσεις. || για γλυπτό ή ζωγραφικό έργο: Yπάρχει ~ και φυσικότητα στον πίνακα. 3α. μετακίνηση, κυκλοφορία πεζών ή οχημάτων: Yπάρχει μεγάλη ~ στους δρόμους / στις εξόδους της πόλεως. H ~ το πρωί είναι αυξημένη. H υπηρεσία πληρώνει τα έξοδα κινήσεως των υπαλλήλων της. || Tα γραφεία του κόμματος είναι γεμάτα ~. Yπάρχει ~ στην αγορά; || για τη ζωηρότητα των εμπορικών συναλλαγών: Yπάρχει ~ στο Xρηματιστήριο / στην αγορά; Δεν έχει καθόλου ~ αυτό τον καιρό το μαγαζί. || (οικον.) ~ λογαριασμού, καταθέσεις, αναλήψεις. ~ κεφαλαίων. || ~ πληθυσμού, καταγραφή των θανάτων, γεννήσεων, γάμων σε έναν τόπο. β. (στρατ.): Kινήσεις στρατευμάτων παρατηρήθηκαν στα σύνορα. Kυκλωτική ~. Γραφείο κίνησης, που ρυθμίζει την κίνηση των οχημάτων του στρατού. γ. σε επιτραπέζια κυρίως παιχνίδια, μετακίνηση πιονιού: ~ στο σκάκι / στο τάβλι. 4α. δραστηριότητες ή γεγονότα που συμβαίνουν σε κάποιο χώρο ή τομέα: Πολιτιστική / αθλητική ~. Πρέπει να παρακολουθούμε κάθε τους ~. Οι κινήσεις τους είναι ύποπτες. Ελευθερία / άνεση κινήσεων. || ομαδική προσπάθεια: Aναπτύσσεται μια ~ των δημοτών για τη βελτίωση της ζωής στην πόλη. β. ενέργεια, τρόπος αντίδρασης σε κάποιο γεγονός: Έκα νε μια τελευταία, απεγνωσμένη ~ για να κερδίσει τον πολιτικό του αντίπαλο. Οι κινήσεις μας πρέπει να είναι πολύ μετρημένες / πολύ προσεκτικές.

[λόγ.: 1: αρχ. κίνη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. mouvement· 2, 3α, 4: σημδ. γαλλ. mouvement· 3β: ελνστ. σημ.· 3γ: σημδ. ιταλ. mossa ή αγγλ. move]

κινησιαλγία η [kinisialjía] Ο25 : (ιατρ.) δυνατός μυϊκός πόνος.

[λόγ. < νλατ. kinesalgia < kines(io)- = κινησι(ο)- + -algia = -αλγία]

κινησιο- [inisio] & (σπάν.) κινησι- [inisi] : (συνήθ. ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στην κίνηση, ασχολείται με την κίνηση συνήθ. των μελών ή των μυών του ανθρώπινου σώματος: ~γραφία, ~γράφος, ~θεραπεία· κινησιαλγία, κινησιθεραπεία.

[λόγ. < διεθ. kinesi(o)- < αρχ. κίνησι(ς) -ο- ως α' συνθ.: κινησιο-θεραπεία < kinesio- + -therapy]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες