Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 121 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιγκ σάιζ [kíŋg sáiz] Ε (άκλ.) : για τσιγάρα συγκεκριμένου μεγέθους, μεγαλύτερου από το συνηθισμένο. || (επέκτ., συνήθ. σκωπτ.): Σάντουιτς ~.
[λόγ. < αγγλ. king-size]
- κιγκαλερία η [kiŋgalería] Ο25 : περιληπτική ονομασία για μεταλλικά εξαρτήματα οικοδομικής χρήσης (πόμολα, μπετούγιες, λουκέτα κτλ.): Έμπορος ειδών κιγκαλερίας.
[λόγ. < γαλλ. quincailler(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]
- κιγκλίδα η [kiŋglíδa] Ο26 : (λόγ.) το κάγκελο.
[λόγ. < αρχ. κιγκλίς, αιτ. -ίδα `κιγκλίδωμα΄, αρχ. σημ.: `δίφυλλη δικτυωτή πόρτα στο δικαστήριο΄]
- κιγκλίδωμα το [kiŋglíδoma] Ο49 : μεταλλικά συνήθ. κάγκελα με τα οποία περιφράσσεται ένας ελεύθερος χώρος ή φράζεται ένα άνοιγμα: ~ μπαλκονιού / κήπου / παραθύρου.
[λόγ. κιγκλιδ- (δες κιγκλίδα) -ωμα απόδ. γαλλ. grillage]
- κιγκλιδωτός -ή -ό [kiŋgliδotós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος με κιγκλίδωμα ή που κλείνεται με κιγκλίδωμα: ~ φράχτης. Kιγκλιδωτά παράθυρα.
[λόγ. κιγκλιδ- (δες κιγλίδα) -ωτός απόδ. γαλλ. grillagé]
- κιθάρα η [kiθára] Ο25 : εξάχορδο μουσικό όργανο με ξύλινο ηχείο, επίπεδο στη ράχη και με βραχίονα που καταλήγει σε κεφαλή με κλειδιά, το οποίο παίζεται με τα δάχτυλα: Παίζω ~. Συνοδεύω κπ. με την ~. Έργα για ~. Δωδεκάχορδη ~. Kλασική ~. Aκουστική ~. Hλεκτρική ~.
[λόγ. < αρχ. κιθάρα `μικρή άρπα με ξύλινο ηχείο΄ με αλλ. της σημ. κατά το ιταλ. chitarra < αραβ. qîtâra (στη νέα σημ.) < λατ. cithara < αρχ. κιθάρα]
- κιθαρίστας ο [kiθarístas] Ο3 & κιθαριστής ο [kiθaristís] Ο7 θηλ. κιθαρίστα [kíθarísta] Ο25 & κιθαρίστρια [kiθarístria] Ο27 : καλλιτέχνης που παίζει κιθάρα.
[κιθάρ(α) -ίστας· λόγ. < αρχ. κιθαριστής `παίχτης κιθάρας΄ (δες την ετυμ. της λ.)· κιθαρίστ(ας) -α· λόγ. κιθαρισ(τής) -τρια]
- κιθαρωδός ο [kiθaroδós] Ο17 : στην αρχαία Ελλάδα αυτός που απήγγελ λε ή που τραγουδούσε με συνοδεία κιθάρας.
[λόγ. < αρχ. κιθαρῳδός `που τραγουδάει παίζοντας κιθάρα΄ (δες την ετυμ. της λ.)]
- κικιρίκου [kikiríku] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κόκορα· κουκουρίκου.
[ηχομιμ.]
- κιλίμι το [kilími] Ο44 : είδος χαλιού χωρίς πέλος υφασμένο στο χέρι και διακοσμημένο με γεωμετρικά συνήθ. σχήματα. || κιλίμι υφασμένο σε μηχανοκίνητο αργαλειό.
κιλιμάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. kilim (από τα περσ.) -ι]



