Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- Kατίνα η [katína] Ο25α : (μειωτ.) χαρακτηρισμός: α. γυναίκας που θεωρείται ότι υστερεί σε μόρφωση και παιδεία. β. ανθρώπου, συνήθ. γυναίκας, που σχολιάζει, κουτσομπολεύει.
[γαλλ. catin `κακόφημη κοπέλα΄, υποκορ. του ον. Catherine = Kατερίνα, παρετυμ. Kατίνα]