Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κατάρ
28 εγγραφές [21 - 28]
καταρροή η [kataroí] Ο29 : (ιατρ.) συνάχι με άφθονες εκκρίσεις.

[λόγ. < ελνστ. καταρροή `χύσιμο προς τα κάτω΄ κατά τη σημ. της λ. κατάρρους]

καταρροϊκός -ή -ό [kataroikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με τον κατάρρου ή με την καταρροή: Kαταρροϊκά συμπτώματα.

[λόγ. < αρχ. καταρροϊκός]

κατάρρους ο [katárus] Ο16 : (ιατρ.) κυρίως στον όρο ρινικός ~, συνάχι.

[λόγ. < αρχ. κατάρρους]

κατάρτι το [katárti] Ο44 : μακρύ κυλινδρικό κοντάρι ή μεταλλικός σωλήνας, όπου στηρίζονται τα πανιά του πλοίου· ιστός 1: Kαράβι / ιστιοφόρο με δύο / με τρία κατάρτια, δικάταρτο / τρικάταρτο.

[μσν. κατάρτι(ν) < ελνστ. κατάρτιον]

καταρτίζω [katartízo] -ομαι Ρ2.1 : I. κατατάσσω, οργανώνω επί μέρους στοιχεία και σχηματίζω ένα όλο. 1. συντάσσω: Οι αρμόδιες υπηρεσίες θα καταρτίσουν τους εκλογικούς καταλόγους. Kαταρτίστηκε ο προϋπολογισμός / το διάταγμα. 2. συγκροτώ: Θα καταρτιστούν επιτροπές. II. δίνω σε κπ. τις απαραίτητες γνώσεις, τον προετοιμάζω κατάλληλα: Ο δάσκαλος έχει καταρτίσει πολύ καλά τους μαθητές του σε όλα τα μαθήματα. Σχολή που καταρτίζει τεχνικούς / νοσοκόμες, εκπαιδεύει. Επιστήμονας άριστα καταρτισμένος.

[λόγ.: Ι: αρχ. καταρτίζω `βάζω σε τάξη΄· ΙΙ: ελνστ. σημ.: `προετοιμάζω΄ & σημδ. γαλλ. instruire]

κατάρτιση η [katártisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταρτίζω. I. κατάταξη και οργάνωση επί μέρους στοιχείων σε ενιαίο, λειτουργικό σύνολο. 1. σύνταξη: H ~ των πινάκων των υποψηφίων. Ολοκληρώθηκε η ~ των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. 2. συγκρότηση: ~ ομάδων εργασίας. II. συστηματική διδασκαλία που δίνει τις απαραίτητες γνώσεις για κάποιον τομέα: Έχει άριστη επιστημονική / επαγγελματική / τεχνική ~. Δεν έχει ~, είναι τελείως ακατάρτιστος αυτός ο δικηγόρος.

[λόγ.: Ι: ελνστ. κατάρτι(σις) `συμπλήρωση΄ -ση· ΙΙ: κατά τη σημ. του καταρτίζωII]

καταρτισμός ο [katartizmós] Ο17 : η ενέργεια του καταρτίζω· κατάρτιση: Bιβλία που βοηθούν στον ηθικό καταρτισμό του αναγνώστη.

[λόγ. < ελνστ. καταρτισμός `εξοπλισμός, άσκηση΄ κατά τη σημ. του καταρτίζωII]

καταρχήν [katarxín] επίρρ. : α. όσον αφορά την ουσία, τη βασική αρχή ενός πράγματος, ως προς το κύριο και βασικό μέρος· κατ΄ αρχήν: Συμφώνησαν ~, διαφώνησαν όμως σε ορισμένες λεπτομέρειες. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε ~ και κατ΄ άρθρο. β. αντί του κατ΄ αρχάς.

[λόγ. < αρχ. φρ. κατ΄ ἀρχάς `στην αρχή΄ (με τροπή στον εν.) σημδ. γαλλ. en principe (εν.)]

< Προηγούμενο   1 2 [3]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες