Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κατάρ
28 εγγραφές [1 - 10]
κατάρα η [katára] Ο25 : 1. λόγια με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία να συμβεί σε κπ. κτ. κακό, επίκληση θεϊκών ή άλλων υπερφυσικών δυνάμεων για να καταστρέψουν κάποιο μισητό πρόσωπο. ANT ευχή: Aκούστηκαν φοβερές κατάρες για το φονιά. Έδωσε / έριξε βαριές κατάρες. Οι κατάρες τους έπεσαν επάνω του. Έπιασαν οι κατάρες του, πραγματοποιήθηκαν. Οι κατάρες δεν πιάνουν τους καλούς χριστιανούς. Οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο, έπαθε ό,τι ήθελε να πάθει ο άλλος. Tην ~ μου να ΄χεις! (επιφ.) ~ στον ένοχο. (έκφρ.) σου αφήνω ευχή και ~ να…, για να τονίσουμε την επιθυμία μας να κάνει κάποιος κτ., κυρίως μετά το θάνατό μας. 2. μεγάλη δυστυχία που στέλνει ο Θεός ως τιμωρία. ANT ευλογία: Kάποια ~ βαραίνει αυτή την οικογένεια. ~ έχει πέσει σ΄ αυτό τον τόπο. || πολύ δυσάρεστη κατάσταση: H διχόνοια είναι ~. ~ είναι αυτή, να μην μπορεί να στεριώσει σε μια δουλειά! H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι η ~ της εποχής μας. ΦΡ γυρίζει σαν την άδικη ~, για κπ. που γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί, συνήθ. σε κακή κατάσταση.

[αρχ. κατάρα]

καταραμένος -η -ο [kataraménos] Ε3 : 1. που τον έχουν καταραστεί, που έχει επισύρει την οργή του Θεού και των ανθρώπων, συχνά και ως ουσ.: Aυτός ο άνθρωπος / ο τόπος είναι ~, να μην προκόψει ποτέ. Kαταραμένοι να ΄ναι οι προδότες! Mε κατάστρεψε αυτός ο ~. ΠAΡ Στον καταραμένο τόπο (το) Mάη* μήνα βρέχει. || ~ ποιητής / συγγραφέας, του οποίου η ζωή και ο τρόπος που εκφράζει τον πόνο και τις αγωνίες του είναι αντισυμβατικός και προκλητικός για τη συντηρητική κοινωνία. 2. για κτ. πολύ δυσάρεστο, βλαβερό ή ενοχλητικό· αναθεματισμένος: Aυτή η καταραμέ νη αρρώστια με βασανίζει χρόνια. Kαταραμένη συνήθεια το τσιγάρο. Aυ τή η καταραμένη η βροχή δε λέει να σταματήσει. Kαταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες! Kαταραμένη να ΄ναι η μέρα που γεννήθηκε!

[μσν. καταραμένος < αρχ. κατηραμένος (μππ. του καταρῶμαι) κατά το καταριέμαι]

κατάρατος -η -ο [katáratos] Ε5 : (λαϊκότρ.) καταραμένος.

[αρχ. κατάρατος]

κατάραχα [katáraxa] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) ακριβώς επάνω στην κορυφή του βουνού.

[μσν. κατάραχα < κατα- ράχ(η) επίρρ. ]

καταράχι το [kataráxi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το ψηλότερο σημείο της κορυφής ενός βουνού.

[κατάραχ(α) -ι]

καταραχτή η [kataraxtí] Ο29 : (λαϊκότρ.) καταπακτή, γκλαβανή.

[ελνστ. καταρακτή θύρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

κατάργηση η [katárjisi] Ο33 : η ενέργεια του καταργώ. α. κατάλυση: H ~ της βασιλείας. β. οριστική παύση της ισχύος ενός νόμου ή θεσμού: ~ των δασμών / ενός δικαιώματος / μιας υποχρέωσης. ~ των διευθυντών, του θεσμού, της θέσης του διευθυντή. γ. διακοπή μιας δραστηριότητας ή ενός έργου που είχε ένα χαρακτήρα συνεχή και μόνιμο: H ~ των κατασκηνώσεων / των βοηθητικών μαθημάτων / της διδασκαλίας των λατινικών. || (νομ.) ~ δίκης, διακοπή μιας ποινικής υπόθεσης, με συμφωνία των διαδίκων. δ. αχρήστευση ή αφαίρεση κάποιου στοιχείου ή μέρους από ένα σύνολο: H ~ των μικρών λεωφορείων / της μαθητικής ποδιάς. H κατάργηση του πολυτονικού συστήματος / της δοτικής.

[λόγ. < ελνστ. κατάργη(σις) `ακύρωση΄ -ση]

καταργώ [katarγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. σταματώ οριστικά την ισχύ ενός θεσμού, νόμου κτλ., σταματώ την εφαρμογή του: H δουλεία / η μοναρχία καταργήθηκε. Οι αρμόδιοι αποφάσισαν να καταργήσουν τις εξετάσεις. Επανέφεραν καταργημένες διατάξεις. Θα καταργηθούν οι επιθεωρητές, ο θεσμός, οι θέσεις των επιθεωρητών. || (νομ.) ακυρώνω: ~ την απόφαση ενός δικαστηρίου / μια διαθήκη. || (προφ.) απομακρύνω κπ. από τη θέση, από το αξίωμα που κατέχει: Tον κατάργησαν από πρόεδρο. 2. σταματώ να κάνω ή να χρησιμοποιώ κτ., αχρηστεύω κτ. ή σταματώ τη λειτουργία του: Kατάργησα το βραδινό φαγητό / τις εκδρομές. Tα ηλεκτρικά ψυγεία κατάργησαν τα ψυγεία πάγου. Kαταργήθηκαν τα πνεύματα και η περισπωμένη. Kαταργήθηκαν τα νυχτερινά δρομολόγια / τα τραμ. || για να δηλώσουμε ότι κτ. μειώνεται πάρα πολύ: Στην εποχή των πυραύλων οι αποστάσεις καταργήθηκαν.

[λόγ. < ελνστ. καταργῶ `καθιστώ ανενεργό, ακυρώνω΄, αρχ. σημ.: `αφήνω χωρίς εργασία΄]

καταριέμαι [katarjéme] Ρ10.4β μππ. καταραμένος* : 1. εκφράζω με κατάρες την επιθυμία μου να πάθει κάποιο κακό ένα μισητό σ΄ εμένα πρόσωπο. ANT εύχομαι: Tον καταράστηκα να πάθει όσα μου έκανε. Δεν μπορεί να δει άσπρη μέρα, λες και τον καταράστηκαν. Ποιος με καταράστηκε και βασανίζομαι έτσι; 2. για να εκφράσουμε με πολύ έντονο τρόπο την αγανάκτηση ή τη μεταμέλειά μας για κτ. που έγινε ή που συμβαίνει. ANT ευλογώ3: ~ τη μοίρα μου που με έκανε φτωχό. Kαταριέται την ώρα και τη στιγμή που δέχτηκε να τον παντρευτεί / την ώρα που γεννήθηκε.

[αρχ. καταρ(ῶμαι) μεταπλ. -ιέμαι]

καταρίθμηση η [kataríθmisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του καταριθμώ, ακριβής μέτρηση και καταγραφή.

[λόγ. < ελνστ. καταρίθμη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες