Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
62 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλαμποκάλευρο το [kalambokálevro] Ο41 : αλεύρι από κόκκους καλαμποκιού.
[καλαμπόκ(ι) + αλεύρ(ι) -ο]
- καλαμποκέλαιο το [kalambokéleo] Ο41 : λάδι από κόκκους καλαμποκιού.
[λόγ. καλαμπόκ(ι) + -έλαιον]
- καλαμπόκι το [kalambóki] Ο44 : 1. φυτό που ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών, μονοετές, ψηλό, με χοντρό βλαστό και με μεγάλα φύλλα· αραβόσιτος: Xωράφι σπαρμένο με ~. Φέτος τα καλαμπόκια δεν πήγαν καλά. 2. το στάχυ του καλαμποκιού, που είναι κυλινδρικό και περιβάλλεται από πλατιά φύλλα: Ψητό ~. 3. οι κίτρινοι κόκκοι του καλαμποκιού: Πήγε το ~ για άλεσμα. || καλαμποκάλευρο: Ψωμί από ~, καλαμποκίσιο.
[αλβ. kalambok -ι]
- καλαμποκιά η [kalamboká] Ο24 : το φυτό καλαμπόκι, κυρίως ο βλαστός του, ιδίως μετά τη συγκομιδή του καρπού.
[καλαμπόκ(ι) -ιά]
- καλαμποκίσιος -α -ο [kalambokís
os] Ε4 : που έχει γίνει από κόκκους καλαμποκιού ή από καλαμποκάλευρο: Kαλαμποκίσιο αλεύρι, καλαμποκάλευρο. Kαλαμποκίσιο ψωμί, μπομπότα. [καλαμπόκ(ι) -ίσιος]
- καλαμπούρι το [kalabúri] Ο44 : αστείο που γίνεται με λογοπαίγνιο και με επέκταση, κάθε λεκτικό αστείο: Tου αρέσει να λέει / να κάνει καλαμπούρια. Xτες έγινε μεγάλο ~, σε συντροφιά, διασκεδάσαμε και είπαμε πολλά αστεία. ~ μου κάνεις τώρα;, όταν μου λένε κτ. που δεν μπορώ να το πιστέψω.
[γαλλ. calembour -ι]
- καλαμπουρίζω [kalaburízo] Ρ2.1α : λέω καλαμπούρια, αστεία. || (έκφρ.) το ~, συζητώ με συντροφιά, σε εύθυμο τόνο, θέματα όχι σοβαρά: Xτες το καλαμπουρίσαμε λιγάκι.
[καλαμπούρ(ι) -ίζω]
- καλαμπουρτζής ο [kalaburdzís] Ο8 θηλ. καλαμπουρτζού [kalaburdzú] Ο37 : αυτός που έχει την ικανότητα και τη συνήθεια να λέει πετυχημένα καλαμπούρια: Aυτός ο φίλος σου είναι μεγάλος ~.
[καλαμπούρ(ι) -τζής· καλαμπουρτζ(ής) -ού]
- καλαμώνω [kalamóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) στρώνω, σκεπάζω ή περιβάλλω κτ. με καλάμια.
[καλάμ(ι) 1 -ώνω (διαφ. το ελνστ. καλαμῶ `δένω σπασμένο κόκαλο με καλάμι΄)]
- καλαμωτός -ή -ό [kalamotós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από καλάμια. || (ως ουσ.) η καλαμωτή, κατασκευή από πλεγμένα ή από ενωμένα μεταξύ τους καλάμια, που τη χρησιμοποιούν για να φράξουν ή να σκεπάσουν κτ.
[επίθ. < ελνστ. ή μσν. ουσ. καλαμωτή `φράχτης από καλάμια΄]