Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Καλά
62 εγγραφές [51 - 60]
κάλαντα τα [kálanda] Ο40 : λαϊκά τραγούδια που ψάλλουν συνήθ. τα παιδιά, γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι, κυρίως την παραμονή των Xριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων· τα τραγούδια αυτά αναφέρονται στο γεγονός της ημέρας και καταλήγουν με ευχές για τους ενοίκους των σπιτιών: Tα παιδιά βγήκαν με τα τρίγωνα να πουν τα ~. Άνδρες της προεδρικής φρουράς έψαλαν τα ~ στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

[μσν. Καλάνδαι (προφ. [nd] ) < υστλατ. Kalandae (δες στο καλένδες) < λατ. Kalendae `η πρώτη μέρα του μήνα΄ (η πρώτη μέρα του ρωμαϊκού έτους, 1η Μαρτίου, ήταν γιορτή) μεταπλ. σε ουδ. και μετακ. τόνου ίσως με βάση τη γεν. πληθ. καλάντων]

καλαντάρι το [kalandári] Ο44 : (οικ.) ημεροδείκτης, ημερολόγιο.

[μσν. *καλαντάριον (πρβ. καλεντάριον δες στα κάλαντα, καλένδες) < μσνλατ. calendarium (στη νέα σημ.) < λατ. calendarium `κατάλογος των χρεών΄ (επειδή οι τόκοι πληρώνονταν την πρώτη του μηνός)]

καλαπόδι το [kalapóδi] Ο44 : ξύλινο ομοίωμα του κατώτερου τμήματος του ποδιού, σε φυσικό μέγεθος, επάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί συναρμολογούν τα δέρματα και κατασκευάζουν τα παπούτσια. || ξύλινο, μεταλλικό ή πλαστικό καλούπι που το βάζουν μέσα στα παπούτσια για να διατηρείται η φόρμα τους. ΦΡ ρίχνει / βρέχει καλαπόδια, βρέχει ραγδαία· ΣYN ΦΡ ρίχνει / βρέχει καρεκλοπόδαρα. (λαϊκ.) είναι να ξερνάς* καλαπόδια.

[μσν. καλαπόδιν < ελνστ. καλαπόδιον υποκορ. του αρχ. καλάπους `ξύλινο πόδι΄ (δες στο πόδι)]

καλαρέσω [kalaréso] & καλοαρέσω [kaloaréso] Ρ (βλ. αρέσω) (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (οικ.) κτ. / κάποιος μου καλαρέσει, το / τον αντιμετωπίζω με πολλή ευχαρίστηση ή εμπιστοσύνη: Σαν να του καλάρεσε εδώ και δε θέλει να φύγει. Πολύ την κοιτάζεις την κοπέλα, σου καλάρεσε φαίνεται. Aπό την αρχή δε μου καλάρεσε αυτός ο άνθρωπος.

[καλ(ο)-, καλο- + αρέσω]

καλάρισμα το [kalárizma] Ο49 : (ναυτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλάρω.

[καλαρισ- (καλάρω) -μα]

καλάρω [kaláro] Ρ6α : (ναυτ.) 1α. ~ τα πανιά, τα μαζεύω. β. ~ τα δίχτυα, τα ρίχνω στη θάλασσα. 2. ανοίγομαι στη θάλασσα.

[αντδ. < βεν. calar `αφήνω να πέσουν (πανιά κτλ.)΄ < υστλατ. calare < αρχ. χαλῶ `χαλαρώ νω, αφήνω να πέσει΄ (δες και χαλώ)]

καλαφάτης ο [kalafátis] Ο11 : (ναυτ.) τεχνίτης ειδικός στο καλαφάτισμα των πλοίων.

[μσν. καλαφάτης < αραβ. qalfat -ης με αφομ. ανάπτ. [a] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

καλαφατίζω [kalafatízo] -ομαι Ρ2.1 : (ναυτ.) γεμίζω τα διάκενα των αρμών με το κατάλληλο υλικό και τα στεγανοποιώ με πίσσα: Kαλαφάτισαν τη βάρκα με στουπί. || (λαϊκ.) για τη σεξουαλική πράξη.

[μσν. καλαφατίζω < καλαφάτ(ης) -ίζω]

καλαφάτισμα το [kalafátizma] Ο49 : (ναυτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλαφατίζω.

[καλαφατισ- (καλαφατίζω) -μα]

καλονάρχημα το [kalonárxima] & καλανάρχημα το [kalanárxima] Ο49 : (λαϊκότρ.) κανονάρχημα.

[καλοναρχη- (καλοναρχώ), καλαναρχη- (καλαναρχώ) -μα]

< Προηγούμενο   1... 3 4 5 [6] 7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες