Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ι
578 εγγραφές [501 - 510]
ιστοριογραφία η [istorioγrafía] Ο25 : α. η συγγραφή ιστορίας, το έργο του ιστοριογράφου. β. τα έργα των ιστοριογράφων μιας εποχής: H βυζαντινή ~.

[λόγ. < ελνστ. ἱστοριογραφία]

ιστοριογράφος ο [istorioγráfos] Ο18 θηλ. ιστοριογράφος [istorioγráfos] Ο35 : συγγραφέας ιστορίας και ειδικότερα αυτός που έχει συγγράψει ιστορία της εποχής του ή της χώρας του, συνήθ. ύστερα από επίσημη εντολή: Ο Aρριανός, ο ~ του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Οι ιστοριογράφοι των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

[λόγ. < ελνστ. ἱστοριογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ιστοριοδίφης ο [istorioδífis] Ο10 θηλ. ιστοριοδίφισσα [istorioδífisa] Ο27 : αυτός που ασχολείται με την αναζήτηση, συλλογή, κατάταξη και παρουσίαση υλικού (εγγράφων, εντύπων, αρχείων κτλ.) χρήσιμου για ιστορικές μελέτες.

[λόγ. ιστορί(α) -ο- + αρχ. διφ(ῶ) `ψάχνω΄ -ης κατά το ελνστ. ἀστροδίφης `αστρονόμος΄· λόγ. ιστοριοδίφ(ης) -ισσα]

ιστοριοδιφικός -ή -ό [istorioδifikós] Ε1 : που είναι έργο ιστοριοδίφη, που αφορά την αναζήτηση, συλλογή και κατάταξη υλικού χρήσιμου για ιστορικές μελέτες: Iστοριοδιφικές έρευνες.

[λόγ. ιστοριοδίφ(ης) -ικός]

ιστοριοκρατία η [istoriokratía] Ο25 : (φιλοσ.) ιστορισμός.

[λόγ. ιστορί(α) -ο- + -κρατία απόδ. γερμ. Historismus (δες ιστορισμός)]

ιστορισμένος -η -ο [istorizménos] Ε3 : (λογοτ.) ζωγραφισμένος: Tοίχοι ιστορισμένοι με παραστάσεις.

[μσν. ιστορισμένος μππ. του ιστορίζω `ζωγραφίζω΄ < ιστορ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ιστορησ-]

ιστορισμός ο [istorizmós] Ο17 : η άποψη η οποία, κατά τη θεώρηση και ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων και των πνευματικών δημιουργημάτων, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση τους με τις ιστορικές συνθήκες· ιστοριοκρατία: Mαρξιστικός ~.

[λόγ. < γερμ. Historismus, Historicismus < Historie < λατ. historia < αρχ. ἱστορία (-ismus = -ισμός)]

ιστορώ [istoró] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εκθέτω, κατά χρονική σειρά, τα στοιχεία που συνθέτουν ένα συμβάν ή γεγονός· εξιστορώ, αφηγούμαι. 2. (ειδικότ.) διακοσμώ με ζωγραφικές παραστάσεις συμβάντων και προσώπων, κυρίως από τη βιβλική και εκκλησιαστική παράδοση· (πρβ. εικονογραφώ): Ο ναός ιστορήθηκε τον 6ο μ.X. αι. Iστορημένο βυζαντινό χειρόγραφο, εικονογραφημένο.

[1: λόγ. < αρχ. ἱστορῶ· 2: μσν. ιστορώ (στη νέα σημ., γιατί οι εικόνες “εξιστορούσαν” τη ζωή των ιερών προσώπων) < αρχ. ἱστορῶ]

ιστός 1 ο [istós] Ο17 : (λόγ.) 1. ~ πλοίου, κατάρτι ή άρμπουρο. 2. ~ σημαίας, κοντάρι, κοντός: H σημαία κυμάτιζε στον ιστό. 3. Yφαντικός ~, αργαλειός.

[λόγ. < αρχ. ἱστός]

ιστός 2 ο : (βιολ.) 1. άθροισμα κυττάρων που έχουν μια όμοια υφή, κατασκευή και λειτουργία: Zωικοί ιστοί. Επιθηλιακός / ερειστικός / μυϊκός / νευρικός ~. Φυτικός ~. Συνδετικός* ~. 2. Ο ~ της αράχνης, το λεπτό πλέγμα που κατασκευάζει η αράχνη.

[λόγ.: 1: αρχ. ἱστός `υφάδι΄ σημδ. γαλλ. tissue· 2: αρχ. ἱστός]

< Προηγούμενο   1... 49 50 [51] 52 53 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες