Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 578 εγγραφές [481 - 490] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιστιοπλοϊκός -ή -ό [istioploikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστιοπλοΐα: Iστιοπλοϊκοί αγώνες. ~ Όμιλος.
[λόγ. ιστιοπλο(ΐα) -ικός]
- ιστιοπλόος ο [istioplóos] Ο18 θηλ. ιστιοπλόος [istioplóos] Ο35 : αυτός που συμμετέχει σε ιστιοπλοΐα· (πρβ. ιστιοδρόμος).
[λόγ. ιστιοπλο(ΐα) -ος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ιστιοσανίδα η [istiosaníδa] Ο26 : κατασκευή από ελαφρό πλαστικό για να επιπλέει στο νερό, πάνω στην οποία κάποιος ισορροπεί όρθιος, στηρίζοντας με το σώμα του ένα ανοιχτό ιστίο (πανί), ώστε να κινείται με τη δύναμη του ανέμου· γουίντ σερφ. || το αντίστοιχο άθλημα· γουίντ σέρφιγκ: Aγώνες ιστιοσανίδας.
[λόγ. ιστιο- + σανίδα μτφρδ. αγγλ. surfboard (board = σανίδα)]
- ιστιοφόρο το [istiofóro] Ο39 : θαλάσσιο σκάφος που κινείται αποκλειστικά με τη δύναμη του ανέμου: Σήμερα τα ιστιοφόρα χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά ως σκάφη αναψυχής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἱστιοφόρος]
- ιστιοφόρος -ος -ο [istiofóros] Ε14 : για θαλάσσιο σκάφος που κινείται με τη δύναμη του ανέμου: Iστιοφόρο πλοίο / σκάφος. || (ως ουσ.) το ιστιοφόρο*.
[λόγ. < ελνστ. ἱστιοφόρος]
- ιστο- [isto] : το ουσ. ιστός 2 ως α' συνθετικό σε επιστημονικούς όρους: ~λογία· ~καλλιέργεια· ~λυσία, λύση, αποσύνθεση ιστών· ~λυτικός· ~γόνος, που παράγει ιστούς.
[λόγ. < διεθ. histo- < θ. της αρχ. λ. ἱστό(ς) `υφάδι΄ ως α' συνθ.: ιστο-λογία < γαλλ. histologie, ιστο-λυσία < γαλλ. histolysie & μτφρδ. γαλλ., αγγλ. tissue: ιστο-καλλιέργεια < αγγλ. tissue culture]
- ιστόγραμμα το [istóγrama] Ο49 : γραφική απεικόνιση κατανομής συχνοτήτων.
[λόγ. < αγγλ. histogram < αρχ. ἱστό(ς) `κατάρτι, κοντάρι΄ + -gram < αρχ. γράμμα]
- ιστοκαλλιέργεια η [istokaliérjia] Ο27 : (ιατρ.) η καλλιέργεια, η διατήρηση ζωντανών ιστών μέσα σε κατάλληλο υγρό, για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.
[λόγ. ιστο- + -καλλιέργεια μτφρδ. αγγλ. tissue culture]
- ιστολογία η [istolojía] Ο25 : κλάδος των βιολογικών επιστημών και της ιατρικής, που μελετά τη φύση, λειτουργία κτλ. των ιστών του σώματος του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών.
[λόγ. < γαλλ. histologie < histo- = ιστο- + -logie = -λογία]
- ιστολογικός -ή -ό [istolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστολογία: Iστολογική μελέτη. Iστολογικές έρευνες / παρατηρήσεις. Iστολογικό εργαστήριο.
ιστολογικώς ΕΠIΡΡ από την άποψη της ιστολογίας. [λόγ. < γαλλ. histologique < histolog(ie) = ιστολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. ιστολογικ(ός) -ώς]



