Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ι
578 εγγραφές [111 - 120]
ιδιωτεία η [iδiotía] Ο25 : (ψυχιατρ.) πλήρης διανοητική ανεπάρκεια· ηλιθιότητα, βλακεία.

[λόγ. < αρχ. ἰδιωτεία `ιδιωτική ζωή μακριά από δημόσια απασχόληση, έλλειψη μόρφωσης΄ κατά τη σημ. του ιδιώτης 2, σημδ. γαλλ. idiotie < idiot = ιδιώτης 2]

ιδιωτεύω [iδiotévo] Ρ5.1α : (λόγ.) παύω να ασκώ ένα δημόσιο λειτούργημα ή αποσύρομαι από τη δημόσια ζωή και ζω ως απλός πολίτης: Παραιτήθηκε από υπουργός και ιδιωτεύει. Mετά την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να ιδιωτεύσει.

[λόγ. < αρχ. ἰδιωτεύω]

ιδιώτης 1 ο [iδiótis] Ο10 : αυτός που δεν ασκεί δημόσιο λειτούργημα, που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος ή στρατιωτικός ή που δεν παρουσιάζεται με την ιδιότητά του αυτή: Kράτος και ιδιώτες πρέπει να βοηθήσουν την αναδάσωση. Tο Yπουργείο Aνάπτυξης ανέθεσε τη μελέτη σε ιδιώτη.

[λόγ. < αρχ. ἰδιώτης]

ιδιώτης 2 ο : (ψυχιατρ.) άτομο που πάσχει από ιδιωτεία, που είναι διανοητικά ανάπηρο· (πρβ. ηλίθιος).

[λόγ. < γαλλ. idiot (στη σημερ. σημ.) < λατ. idiota < αρχ. ἰδιώτης `ανειδίκευτος, αμαθής΄]

ιδιωτικοποίηση η [iδiotikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιδιωτικοποιώ. ANT δημοσιοποίηση, κρατικοποίηση: Ορισμένα κόμματα αντιδρούν στην ~ των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι ιδιωτικοποιήσεις προβάλλονται ως η μοναδική λύση για την ανάκαμψη της οικονομίας.

[λόγ. ιδιωτικοποιη- (ιδιωτικοποιώ) -σις > -ση]

ιδιωτικοποιώ [iδiotikopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβάλλω ένα δημόσιο ή κρατικό οικονομικό οργανισμό, επιχείρηση κτλ. σε ιδιωτικό. ANT δημοσιοποιώ, κρατικοποιώ: Tα επόμενα χρόνια θα ιδιωτικοποιηθούν πολλές δημόσιες επιχειρήσεις.

[λόγ. ιδιωτικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. privatize]

ιδιωτικός -ή -ό [iδiotikós] Ε1 : 1α. που δεν ανήκει στο κοινωνικό σύνολο ή στο κράτος, παρά σε ιδιώτη. ANT δημόσιος, κρατικός, δημοτικός, κοινοτικός: Iδιωτική περιουσία / επιχείρηση / κλινική. Iδιωτικό σχολείο. Iδιωτικό κεφάλαιο. Ο ~ τομέας της οικονομίας, το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων των ιδιωτών. ANT δημόσιος. Iδιωτική πρωτοβουλία. β. που ανήκει σε ιδιώτη και δεν προορίζεται για εξυπηρέτηση του κοινού: ~ κήπος / δρόμος / γκαράζ. Iδιωτικά μέσα μεταφοράς. Iδιωτικό αυτοκίνητο / αεροπλάνο. Aυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης (IX). || για εργαζόμενο σε ιδιωτική επιχείρηση: ~ υπάλληλος / εκπαιδευτικός. ~ αστυνομικός, ντέτεκτιβ. γ. (νομ.) Iδιωτικό δίκαιο, που αφορά τις σχέσεις μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων: Διεθνές Iδιωτικό Δίκαιο. Nομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (NΠIΔ). Σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. 2. που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα, που τον κάνει κάποιος όχι με την επίσημη ιδιότητά του αλλά ως ιδιώτης: Iδιωτικό συμφωνητικό, που δε γίνεται ενώπιον επίσημης ή δημόσιας αρχής. 3. για ό,τι αναφέρεται αποκλειστικά σε ορισμένο πρόσωπο και δεν ενδιαφέρει τους άλλους· προσωπικός: Δε σας επιτρέπω να επεμβαίνετε στην ιδιωτική μου ζωή. Πρόκειται για ιδιωτική υπόθεση που δε σας αφορά. || Ο δημόσιος και ο ~ βίος των αρχαίων Ελλήνων. ιδιωτικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. < αρχ. ἰδιωτικός & σημδ. γαλλ. privé, αγγλ. private, γερμ. Ρrivat-]

ιδιωτισμός ο [iδiotizmós] Ο17 : έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα, π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον»: Λαϊκοί / λόγιοι ιδιωτισμοί. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα. (διαφορετικό από το ιδιωματισμός· βλ. λ.).

[λόγ. < αρχ. ἰδιωτισμός `κοινή ή χυδαία έκφραση, έλλειψη καλλιέργειας΄ σημδ. αγγλ. idiom < αρχ. ἰδίωμα]

ιδού [iδú] μόριο δεικτ. : (λόγ., συνήθ. ειρ.) δες, κοίταξε, αυτός είναι· να: ~ το θαύμα. ~ η απορία, να! αυτή είναι η απορία. ~ οι συνέπειες της απερισκεψίας σου. ΠAΡ ΦΡ ~ η Ρόδος, ~ και το πήδημα*.

[λόγ. < αρχ. ἰδού]

ιδροκόπημα το [iδrokópima] Ο49 : το αποτέλεσμα του ιδροκοπώ.

[ιδροκοπη- (ιδροκοπώ) -μα]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες