Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 578 εγγραφές [541 - 550] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιχθυάλευρο το [ixθiálevro] Ο41 : γενική ονομασία για ποικίλα παρασκευάσματα από κατάλοιπα ψαριών, που μοιάζουν με αλεύρι και χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές.
[λόγ. ιχθυ(ο)- + άλευρον μτφρδ. γαλλ. farine de poisson ή αγγλ. fish flour]
- ιχθυέλαιο το [ixθiéleo] Ο41 : (λόγ.) λάδι που παράγεται από ορισμένα είδη ψαριών (ρέγγα κτλ.).
[λόγ. ιχθυ(ο)- + -έλαιον μτφρδ. γαλλ. huile(s) de poisson ή αγγλ. fish oil]
- ιχθυο- [ixθio] & ιχθυό- [ixθió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ιχθυ- [ixθi], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το λόγιο ουσ. ιχθύς ως α' συνθετικό σε λόγια και επιστημονικά σύνθετα ονόματα: ιχθυάλμη, ιχθυόσκαλα, άλμη, σκάλα που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για τα ψάρια· ιχθυαγορά, ψαραγορά· (επιστ.): ~γραφία, ~λόγος, ~πανίδα· ~κάρδια, ιχθυόσαυρος.
[λόγ. < αρχ. ἰχθυ(ο)- θ. της λ. ἰχθύ(ς) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ἰχθυο-πώλης, ελνστ. ἰχθυ-γόνος `που παράγει ψάρια΄ & νλατ., διεθ. ichthyo-, γαλλ. ichtyo- < λατ. ichthyo- < αρχ. ἰχθυο-: ιχθυό-σαυρος < νλατ. ichthyo saurus]
- ιχθυογεννητικός -ή -ό [ixθiojenitikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γέννηση των ψαριών: ~ σταθμός, εγκατάσταση για τη συστηματική εκτροφή και αναπαραγωγή ψαριών.
[λόγ. ιχθυο- + γεννητικός]
- ιχθυοκαλλιέργεια η [ixθiokaliérjia] Ο27 : συστηματική εκτροφή ψαριών σε ειδικές τεχνητές εγκαταστάσεις.
[λόγ. ιχθυο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. pisciculture]
- ιχθυόκολλα η [ixθiókola] Ο27α : (λόγ.) ψαρόκολλα.
[λόγ. < ελνστ. ἰχθυόκολλα]
- ιχθυολογία η [ixθiolojía] Ο25 : κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ψάρια.
[λόγ. < γαλλ. ichtyologie < ichtyo- = ιχθυο- + -logie = -λογία]
- ιχθυολογικός -ή -ό [ixθiolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ιχθυολογία: Iχθυολογικές μελέτες / έρευνες. Iχθυολογικό εργαστήριο. ~ σταθμός.
[λόγ. < γαλλ. ichtyologique < ichtyolog(ie) = ιχθυολογ(ία) -ique = -ικός]
- ιχθυολόγος ο [ixθiolóγos] Ο18 θηλ. ιχθυολόγος [ixθiolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην ιχθυολογία.
[λόγ. < γαλλ. ichtyologiste < ichtyo- = ιχθυο- + -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ιχθυοπωλείο το [ixθiopolío] Ο39 : το κατάστημα του ιχθυοπώλη· ψαράδικο.
[λόγ. < ελνστ. ἰχθυοπωλεῖον]



