Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ι
578 εγγραφές [41 - 50]
ιδανικός -ή -ό [iδanikós] Ε1 : 1α. για κτ. που υπάρχει μόνο ως ιδέα, που το αντιλαμβανόμαστε μόνο με το νου και όχι με τις αισθήσεις· ιδεατός: H ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα. β. σε αντίθεση προς το αισθησιακός, σαρκικός· (πρβ. πλατωνικός): ~ έρωτας. Iδανική αγάπη. γ. που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο τελειότητας· ιδεώδης, τέλειος: ~ τύπος ανθρώπου. ~ χαρακτήρας. Iδανική ομορφιά. Iδανικές συνθήκες. ~ συνδυασμός χρωμάτων. || (ως ουσ.) το ιδανικό*. 2. (ειδ., φυσ.) ιδανικά αέρια, που ακολουθούν επακριβώς ορισμένους φυσικούς νόμους· τέλεια αέρια. || (ιατρ.) ιδανικοί δίδυμοι*. ιδανικά & (λόγ.) ιδανικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < ελνστ. ἰδανικός `που υπάρχει στην ιδέα ή σαν ιδέα΄ & σημδ. γαλλ. idéal (δες στο ιδανικό)· λόγ. ιδανικ(ός) -ώς]

ιδανικότητα η [iδanikótita] Ο28 : η ιδιότητα, η κατάσταση του ιδανικού, εκείνου που είναι ή εκφράζει κτ. το ιδανικό.

[λόγ. ιδανικ(όν) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. idéalité, γερμ. Idealität]

ιδανισμός ο [iδanizmós] Ο17 : (στην αισθητική) η επιδίωξη του ιδανικού, η τάση για εξύψωση και εξιδανίκευση της πραγματικότητας στην τέχνη· (πρβ. ιδεαλισμός).

[λόγ. ιδαν(ικόν) -ισμός μτφρδ. γαλλ. idéalisme, γερμ. Idea lismus < idéal-, Ideal- = ιδαν(ικός) -isme, -ismus = -ισμός]

ιδέα η [iδéa] Ο25 : I. (φιλοσ.) η αιώνια και αμετάβλητη ουσία των αισθητών πραγμάτων, το πρότυπό τους, το αρχέτυπό τους: H θεωρία των ιδεών αποτελεί τον πυρήνα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Οι ιδέες του Πλάτωνα είναι αυτά που οι μεταγενέστεροι ονόμασαν έννοιες, με τη διαφορά ότι, για τον αρχαίο φιλόσοφο, αποτελούν οντότητες αιώνιες με υπόσταση πραγματική. H ψυχή με τη νοητική της δύναμη μπορεί να γνωρίσει τα αιώνια και αληθινά όντα, τις ιδέες. || Οι υπερβατικές ιδέες του Kαντ, οι ανώτατες έννοιες του νου, στις οποίες κανένα αντικείμενο του εμπειρικού κόσμου δεν αντιστοιχεί: H ~ του Θεού / της αθανασίας της ψυχής. II. κάθε παράσταση που σχηματίζεται από τη νόηση. 1. (ψυχ.) αφηρημένη και γενική παράσταση μιας ύπαρξης, ενός τρόπου ύπαρξης ή μιας σχέσης, η οποία έχει σχηματιστεί στη νόησή μας: H ~ του ωραίου. Ο ειρμός / το νήμα των ιδεών μου. (έκφρ.) έμμονη* ~. 2. σκέψη, επινόηση: Ξαφνική / φαεινή / έξυπνη / πρωτότυπη / τολμηρή / αρχική / ανόητη / λαμπρή ~. Άνθρωπος με ιδέες. Είχαν την ωραία ~ να επισκεφτούν τον παλιό δάσκαλό τους. Σ΄ αυτόν ανήκει η ~ της ίδρυσης ενός νέου κόμματος. || (έκφρ.) μου έρχεται / μου κατεβαίνει* μια ~. κατεβάζω ιδέες, είμαι επινοητικός. || σχέδιο, σκοπός, επιδίωξη: Yλοποιώ / πραγματοποιώ μια ~ μου. 3. ιδανικό, ιδεώδες: H ~ της πατρίδας. (έκφρ.) Mεγάλη* Iδέα. 4. γνώμη, άποψη, κρίση: Aισιόδοξη / απαισιόδοξη ~. ~ έχει για μένα; καλή ή κακή; Εσφαλμένη / στραβή ~. || Προοδευτική / αναχρονιστική / ξεπερασμένη ~. || Kεντρική* ~. Έκθεση ιδεών. ΦΡ (ειρ.) έχω μεγάλη ~ για τον εαυτό μου, έχω υπερβολική εκτίμηση για τον εαυτό μου. είναι όλο ~, για άνθρωπο κενό. χάνω πάσα ~, παύω να εκτιμώ, απογοητεύομαι: Ύστερα από όσα άκουσα, έχασα πάσα ~ (γι΄ αυτόν). μια ~, ελάχιστα, λίγο: Nα το μακρύνεις το φόρεμα όχι πολύ, μια ~ φτάνει. βάζω κπ. σε ~ / βάζω σε κπ. ~, τον κάνω να υποψιαστεί. || (συνήθ. πληθ.) σύνολο ιδεών· ιδεολογία: Πολιτικές / κοινωνικές / φιλελεύθερες / επαναστατικές ιδέες. 5. γενική εντύπωση: Mου έδωσε την ~ του ανθρώπου που ξέρει τι θέλει. || γενική και ακαθόριστη, ασαφής αντίληψη: Δεν έχω ~ από κτ., αγνοώ τελείως. Δεν έχω ~ από όσα λες. Tέτοιες ανοησίες μόνο όσοι δεν έχουν ~ από πολιτική τις υποστηρίζουν.

[λόγ.: I: αρχ. ἰδέα· II: σημδ. γαλλ. idée, γερμ. Idee (στη νέα σημ.) < λατ. idea < αρχ. ἰδέα]

ιδεάζω [iδeázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κάνω κπ. να σχηματίσει μια γενική και κάπως ακαθόριστη ιδέα, εντύπωση για κτ.· υποψιάζω· ΣYN ΦΡ βάζω κπ. σε ιδέα· (πρβ. προϊδεάζω). || (παθ.) περνά από το νου μου μια υποψία· υποπτεύομαι, πονηρεύομαι, μυρίζομαι, ψυλλιάζομαι: Kάτι είχα ιδεαστεί, αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Ούτε που το ιδεάστηκαν πως ήθελε να τους εξαπατήσει.

[λόγ. ιδέ(α) -άζω]

ιδεαλισμός ο [iδealizmós] Ο17 : (φιλοσ.) ANT ρεαλισμός. α. φιλοσοφική άποψη ότι στον κόσμο υπάρχουν μόνο νοητικές πραγματικότητες, πως ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας είναι παραστάσεις, έννοιες, πνευματικά φαινόμενα: Ο υποκειμενικός ~ του Kαρτέσιου. Ο υπερβατικός ~ του Kαντ. β. άποψη της μεταφυσικής πως όλη η πραγματικότητα, άρα και ο υλικός κόσμος, είναι καμωμένος από το ίδιο υλικό με τη νόηση, δηλαδή παραστάσεις, έννοιες, ιδέες κτλ. ANT υλισμός. γ. άποψη της αισθητικής ότι η τέχνη δεν πρέπει να αντιγράφει την πραγματικότητα παρά να την παρουσιάζει πιο ικανοποιητική στο πνεύμα· (πρβ. ιδανισμός).

[λόγ. < γαλλ. idéalisme, γερμ. Idealismus < λατ. ideal(is) (δες στο ιδανικό) -isme, -ismus = -ισμός]

ιδεαλιστής ο [iδealistís] Ο7 θηλ. ιδεαλίστρια [iδealístria] Ο27 : 1. (φιλοσ.) οπαδός ιδεαλιστικής άποψης. ANT ρεαλιστής, υλιστής. || (ως επίθ.): Iδεαλιστές φιλόσοφοι / στοχαστές / ιστορικοί. 2. αυτός που έχει την τάση να εξιδανικεύει την πραγματικότητα, που επιδιώκει το ιδεώδες και ανέφικτο· (πρβ. ουτο πιστής, αιθεροβάμων). ANT ρεαλιστής, πραγματιστής.

[λόγ. < γαλλ. idéaliste, γερμ. Idealist < λατ. ideal(is) (δες στο ιδανικό) -iste, -ist = -ιστής· λόγ. ιδεαλι σ(τής) -τρια]

ιδεαλιστικός -ή -ό [iδealistikós] Ε1 : 1. (φιλοσ.) που αναφέρεται ή ανήκει στον ιδεαλισμό, που είναι σύμφωνος με τις αρχές του. ANT ρεαλιστικός, υλιστικός: Iδεαλιστική φιλοσοφία / άποψη / θεωρία / αντίληψη. 2. εξωπραγματικός, εξιδανικευτικός. ANT ρεαλιστικός: Iδεαλιστική στάση. ιδεαλιστικά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2.

[λόγ. ιδεαλιστ(ής) -ικός]

ιδεατός -ή -ό [iδeatós] Ε1 : που υπάρχει μόνο στη νόησή μας, που γίνεται αντιληπτός μόνο ως ιδέα· νοητός. ANT αισθητός, πραγματικός: Ο ~ κόσμος. || Iδεατή μορφή, ιδανική.

[λόγ. ιδέα -τός κατά το θεατός, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. ιδεαστός, μτφρδ. γαλλ. idéal]

ιδεί το [iδí] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η όψη προσώπου ή πράγματος.

[μσν. το ιδείν, απαρέμφ. αορ. του αρχ. ρ. ὀρῶ `βλέπω΄ (πρβ. σημερ. αόρ. είδα)]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες