Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 578 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιβίσκος ο [ivískos] Ο18 : κοινή ονομασία για διάφορα είδη φυτών της ίδιας οικογένειας, από τα οποία τα περισσότερα είναι καλλωπιστικά: ~ ο νάνος. || ~ ο εδώδιμος, επιστημονική ονομασία του φυτού μπάμια.
[λόγ. < ελνστ. ἰβίσκος]
- ιβουάρ [ivuár] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του ελεφαντόδοντου· μπεζ ανοιχτός. || (ως ουσ.) το ιβουάρ, το ιβουάρ χρώμα.
[λόγ. < γαλλ. ivoir]
- ίγκλα η [íŋgla] & ίγλα η [íγla] Ο25 : ο ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι ή η σέλα στο σώμα του ζώου.
[μσν. ίγκλα < γίγκλα (αποβ. του αρχικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο: τη γίγκλα, μία γίγκλα) < κίγκλα (αφομ. ηχηρ. προς το ακόλουθο [ŋg] ) < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. [ŋ] στο σύμπλ. [ŋg] ]
- ιγκλού το [iglú] Ο (άκλ.) : θολωτό κατάλυμα των Εσκιμώων από χιόνι ή πάγο.
[λόγ. < γαλλ. iglou < αγγλ. igloo από τα εσκιμώικα: `σπίτι΄]
- ιγμόρειος -α -ο [iγmórios] Ε6 : (ανατ.) ιγμόρειο άντρο και ως ουσ. το ιγμόρειο, κοιλότητα στο οστό της άνω γνάθου.
[λόγ. < αγγλ. ανθρωπων. Highmor(e) (όν. γιατρού) (ορθογρ. δαν.) -ειος]
- ιγμορίτιδα η [iγmorítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή στα ιγμόρεια.
[λόγ. ιγμόρ(ειον) -ίτις > -ίτιδα]
- ιδαλγός ο [iδalγós] Ο17 : παλαιός κατώτερος τίτλος ευγενείας στην Iσπανία: Οι φτωχοί ιδαλγοί.
[λόγ. < γαλλ. idalgo (ορθογρ. δαν.) -ς < ισπαν. hidalgo]
- ιδανίκευση η [iδaníkefsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιδανικεύω· εξιδανίκευση.
[λόγ. ιδανικεύ(ω) -σις > -ση]
- ιδανικεύω [iδanikévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) αποδίδω σε κτ. ιδανική υπόσταση· εξιδανικεύω.
[λόγ. ιδανικ(όν) -εύω μτφρδ. γαλλ. idéaliser]
- ιδανικό το [iδanikó] Ο38 : ο υψηλός και τελικός στόχος στον οποίο αποβλέπουν και τείνουν οι ελπίδες και οι ενέργειες ενός ατόμου ή συνόλου: H ειρήνη είναι το ~ όλης της ανθρωπότητας. Άνθρωπος με / χωρίς ιδανικά. Tα ιδανικά των νέων. Tο ~ της Ελευθερίας / της Δικαιοσύνης / του ανθρωπισμού. Έχω / υπηρετώ / προδίδω ένα ~. Πιστεύω σε ένα ~. Θυσιάζομαι για ένα ~. Iδανικά δανεισμένα, οσοδήποτε υψηλά κι αν είναι, δε συγκινούν.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ιδανικός σημδ. γαλλ. idéal, γερμ. Ideal < λατ. idealis `ιδανικός΄ < αρχ. ἰδέ(α) -alis]



