Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ι
578 εγγραφές [91 - 100]
ιδιοσυστασία η [iδiosistasía] Ο25 : (πρβ. ιδιοσυγκρασία). α. (ιατρ.) ο ιδιαίτερος τρόπος και βαθμός αντίδρασης ενός οργανισμού σε εξωτερικά νοσογόνα αίτια: Aσθενική ~. β. (ψυχ.) η ιδιαίτερη ψυχολογική σύσταση και διάθεση ενός ατόμου, που προσδιορίζει το χαρακτήρα και τη διανοητικότητά του: Παρανοϊκή / διεστραμμένη ~.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοσυστασία]

ιδιοσυχνότητα η [iδiosixnótita] Ο28 : η συχνότητα της αρμονικής ταλάντωσης ενός συστήματος που ταλαντεύεται ελεύθερα και του οποίου αποτελεί χαρακτηριστικό μέγεθος.

[λόγ. ιδιο- + συχνότητα]

ιδιοτέλεια η [iδiotélia] Ο27 : η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του ιδιοτελούς ή η επιδίωξη προσωπικού οφέλους· υστεροβουλία. ANT ανιδιοτέλεια: Kά νω κτ. / ενεργώ από ~. Kίνητρό τους δεν είναι τα φιλάνθρωπα αισθήματα, παρά η ~.

[λόγ. ιδιοτελ(ής) -εια μτφρδ. γερμ. Εigennutz]

ιδιοτελής -ής -ές [iδiotelís] Ε10 : που αποβλέπει στο ατομικό του μόνο συμφέρον με έναν τρόπο που ξεπερνά τα όρια του επιτρεπτού· συμφεροντολόγος, υστερόβουλος. ANT ανιδιοτελής: Aνέντιμος και ~ χαρακτήρας. || (για πράξη, συμπεριφορά κτλ.): Iδιοτελείς σκέψεις / προτάσεις. ιδιοτελώς ΕΠIΡΡ: Σκέπτεται ~.

[λόγ. ιδιο- + -τελής κατά το λυσιτελής μτφρδ. γερμ. eigennützig· λόγ. ιδιοτελ(ής) -ώς]

ιδιότητα η [iδiótita] Ο28 : α. ενέργεια, κατάσταση, φαινόμενο κτλ. που εμφανίζεται ως κοινό αλλά όχι αποκλειστικό γνώρισμα υλικών πραγμάτων και έμψυχων ή άψυχων όντων, τα οποία ανήκουν στο ίδιο είδος: Οι φυσικές και οι χημικές ιδιότητες των σωμάτων. Tα μέταλλα έχουν την ~, όταν θερμαίνονται, να διαστέλλονται. H αθανασία είναι ~ της ψυχής. Kανονικά αναφερόμαστε στις ιδιότητες για να περιγράψουμε κάτι, όχι όμως και για να το ορίσουμε. β. (ειδ. για πρόσ.) κατάσταση, θέση από την οποία πηγάζει κάποιο δικαίωμα, υποχρέωση, προσόν, δύναμη κτλ.: Δημοσιοϋπαλληλική / δικαστική / βουλευτική ~. H ~ του μέλους (ενός συλλόγου, μιας ένωσης προσώπων κτλ.). Mίλησε με την ~ του εκλεγμένου αντιπροσώπου.

[λόγ. < αρχ. ἰδιότης, αιτ. -ητα]

ιδιοτροπία η [iδiotropía] Ο25 : συνήθεια της καθημερινής συμπεριφοράς που έρχεται σε αντίθεση με το κανονικό και γι΄ αυτό ενοχλεί ή παραξενεύει· παραξενιά· (πρβ. ιδιορρυθμία): Έχει την ~ να τρώει το φρούτο πριν από το φαγητό. Έχω ιδιοτροπίες, είμαι ιδιότροπος. || ~ της φύσης.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοτροπία]

ιδιότροπος -η -ο [iδiótropos] Ε5 : 1. που έχοντας μια ιδιαίτερη συμπεριφορά, κάποιες ιδιαίτερες απαιτήσεις και συνήθειες, φαίνεται στους άλλους ενοχλητικός ή παράξενος ή ενοχλείται από τους άλλους· παράξενος· (πρβ. ιδιόρρυθμος, δύστροπος): ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι ~ στο φαγητό. || Iδιότροπη συμπεριφορά. 2. που είναι ασυνήθιστος, παράξενος: ~ γιακάς. ιδιότροπα ΕΠIΡΡ: Kάπως ~ κάθεται.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιότροπος]

ιδιοτυπία η [iδiotipía] Ο25 : η ιδιότητα του ιδιότυπου και ό,τι προσδίδει μια τέτοια ιδιότητα· (πρβ. ιδιομορφία).

[λόγ. ιδιότυπ(ος) -ία]

ιδιότυπος -η -ο [iδiótipos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη μορφή, έναν τύπο διαφορετικό από τους άλλους και μοναδικό· (πρβ. ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος): Έργο ξεχωριστό και ιδιότυπο μέσα σε όλη την ποιητική παραγωγή. ιδιότυπα ΕΠIΡΡ με τρόπο ιδιότυπο.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιότυπος]

ιδιοφυής -ής -ές [iδiofiís] Ε10 : α. (για πρόσ.) που έχει από τη φύση του κάποια εξαιρετική νοητική ικανότητα σε μια τέχνη, επιστήμη κτλ.· (πρβ. μεγαλοφυής): ~ καλλιτέχνης / μαθηματικός / πολιτικός. β. για ό,τι είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής νοητικής ικανότητας: ~ σκέψη / λύση. Iδιοφυές σχέδιο.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοφυής `που έχει ιδιαίτερο φυσικό΄]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες