Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ιπτάμενος
1 εγγραφή
ιπτάμενος -η -ο [iptámenos] Ε5 λόγ. θηλ. και ιπταμένη στη σημ. β : που πετάει στον αέρα. α. για μηχανικές κατασκευές: Iπτάμενες μηχανές, οι πρώτες, πριν από το αεροπλάνο, πειραματικές και βαρύτερες από τον αέρα κατασκευές που πετούσαν. Iπτάμενοι δίσκοι ή Άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα (UFΟ ή ATIA), αντικείμενα που, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, εμφανίζονται κατά καιρούς στον ουρανό και αποδίδονται σε εξωγήινους. Iπτάμενα φρούρια, μεγάλα πολεμικά αεροσκάφη με ιδιαίτερα βαρύ οπλισμό. || Iπτάμενο δελφίνι*. β. για πρόσωπο που είναι μέλος πληρώματος αεροσκάφους: Iπτάμενη αεροσυνοδός (σε αντιδιαστολή προς την αεροσυνοδό εδάφους) και ως ουσ. η ιπταμένη. ~ αξιωματικός / μηχανικός της αεροπορίας και ως ουσ. ο ιπτάμενος.

[λόγ. < αρχ. ἱπτάμενος μπε. του ἵπταμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες