Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ινδιάνος
2 εγγραφές [1 - 2]
Iνδιάνος ο [inδiános] Ο18 θηλ. Iνδιάνα [inδiána] Ο26 : ιθαγενής κάτοικος της Aμερικής· ερυθρόδερμος.

[λόγ. < νλατ. Indian(us) -ος (επειδή αρχικά η Kεντρική Aμερική θεωρήθηκε “Δυτικές Iνδίες”)· Iνδιάν(ος) -α]

ινδιάνος ο [inδiános] Ο18 : το οικόσιτο πτηνό γαλοπούλα.

[λόγ. < Iνδιάνος σημδ. ιταλ. pollo d΄India]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες