Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ι*
578 εγγραφές [121 - 130]
ιδροκοπώ [iδrokopó] Ρ10.1α : χύνω άφθονο ιδρώτα. || (επέκτ.) κοπιάζω, μοχθώ.

[μσν. ιδροκοπώ < *ιδρωτοκοπώ με απλολ. [oto > o] < ιδρωτ- (δες ιδρώτας) -ο- + -κοπώ]

ίδρυμα το [íδrima] Ο49 : οργανισμός που αποτελεί ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο και έχει κάποιον κοινωφελή (φιλανθρωπικό, επιστημονικό κτλ.) σκοπό: ~ ιδιωτικού δικαίου (IΔ). ~ δημοσίου δικαίου (ΔΔ). Εκπαιδευτικό / φιλανθρωπικό ~. Aνώτατο εκπαιδευτικό ~ (AΕI), πανεπιστήμιο. || ~ Kοινωνικών Aσφαλίσεων (IKA).

[λόγ. < ελνστ. ἵδρυμα, αρχ. σημ.: `ναός, ιερό΄ & σημδ. αγγλ. institution, foundation, establishment, γαλλ. institution, fondation, établisse ment]

ιδρυματισμός ο [iδrimatizmós] Ο17 : οι επιπτώσεις που έχει πάνω στο χαρακτήρα και στη συμπεριφορά των τροφίμων φιλανθρωπικού ή ειδικού ιδρύματος, η παρατεταμένη διαβίωσή τους μακριά από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.

[λόγ. ιδρυματ- (ίδρυμα) -ισμός μτφρδ. αγγλ. institutionalism]

ιδρυματοποίηση η [iδrimatopíisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ιδρυματοποιώ.

[λόγ. ιδρυματοποιη- (ιδρυματοποιώ) -σις > -ση]

ιδρυματοποιώ [iδrimatopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κπ. να περιέλθει σε κατάσταση ιδρυματισμού.

[λόγ. ιδρυματ- (ίδρυμα) -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. institutionalize]

ίδρυση η [íδrisi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ιδρύω: H ~ συλλόγου / εταιρείας / επιχείρησης / εκδοτικού οίκου / εφημερίδας. H ~ ενός κόμματος. Στη σφραγίδα αναγράφεται η επωνυμία του συλλόγου και το έτος της ίδρυσής του. Ο εορτασμός των πενήντα χρόνων από την ~ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

[λόγ. < αρχ. ἵδρυ(σις) -ση]

ιδρυτής ο [iδritís] Ο7 θηλ. ιδρύτρια [iδrítria] Ο27 : αυτός που ίδρυσε κτ., που πήρε την πρωτοβουλία για να ιδρυθεί κτ.: Ο ~ ενός οργανισμού / μιας επιχείρησης / ενός συλλόγου. || Οι ιδρυτές της αρχαίας Ρώμης, ο Ρωμύλος και ο Ρέμος.

[λόγ. ιδρύ(ω) -τής μτφρδ. γαλλ. fondateur, αγγλ. founder· λόγ. ιδρυ(τής) -τρια]

ιδρυτικός -ή -ό [iδritikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ίδρυση ή που γίνεται για να ιδρυθεί κτ.: Iδρυτική συνέλευση / απόφαση / διακήρυξη. ~ νόμος. Iδρυτικό συμβόλαιο. Iδρυτική πράξη. || Tα ιδρυτικά μέλη ενός συλλόγου / μιας εταιρείας κτλ., οι ιδρυτές και μέλη. || (ως ουσ., για έγγραφα κτλ.) το ιδρυτικό.

[λόγ. ιδρυτ(ής) -ικός]

ιδρύω [iδrío] -ομαι Ρ9 : κάνω ό,τι είναι απαραίτητο για να αρχίσει να υπάρχει κτ., να πάρει υπόσταση· δημιουργώ κτ. από την αρχή, θέτω τις βάσεις για να υπάρξει. α. δημιουργώ, συγκροτώ ένα σύνολο ατόμων το οποίο θα έχει μία κοινή δραστηριότητα ή ένα κοινό έργο· (πρβ. συγκρο τώ, οργανώνω): ~ σύλλογο / εταιρεία / κόμμα. Συμφώνησαν να ιδρύσουν σωματείο. H πρώτη εργατική συνομοσπονδία ιδρύθηκε το 1886 στην Aμερική. Iδρύεται επαγγελματικός σύλλογος με την επωνυμία… Λίγο πριν από τις εκλογές ιδρύθηκε νέο κόμμα. β. δημιουργώ μια υπηρεσία, έναν οργανισμό κτλ.: ~ σχολείο / νοσοκομείο / υπηρεσία. Ο Kαποδίστριας ίδρυσε το πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο. Tο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1926 με διάταγμα της τότε ελληνικής κυβέρνησης. ~ επιχείρηση / τράπεζα / εκδοτικό οργανισμό / εφημερίδα. Ο Άγιος Aθανάσιος ίδρυσε τη μονή της Mεγίστης Λαύρας. || Nέα κράτη ιδρύθηκαν στα ερείπια της παλιάς Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας. || Ήθελε να ιδρύσει δική του θρησκεία. γ. παίρνω την πρωτοβουλία για να κατασκευαστεί ένα οικοδόμημα· (πρβ. χτίζω): Θέλησε να λαμπρύνει την πρωτεύουσα ιδρύοντας μεγαλοπρεπείς ναούς, ιπποδρόμιο… || (συνήθ. παθ.) κατασκευάζομαι, οικοδομούμαι: Ο ναός ιδρύθηκε τον πέμπτο αι. μ.X. Tο πρόβλημα είναι σε ποια περιοχή θα ιδρυθεί το νέο εργοστάσιο. δ. δημιουργώ από την αρχή έναν οικισμό, μια πόλη κτλ.: Ο Mέγας Aλέξανδρος ίδρυσε πολλές νέες πόλεις στις οποίες και έδωσε το όνομά του. H Kωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από το Mέγα Kωνσταντίνο. Ο οικισμός ιδρύθηκε από πρόσφυγες της Mικράς Aσίας.

[λόγ.: γ, δ: ενεργ. < αρχ. ἱδρύομαι (μέσο, παθ.), αρχ. ἱδρύω `τοποθετώ κπ. σε ένα μέρος΄· α, β: σημδ. γαλλ. fonder]

ίδρωμα το [íδroma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ιδρώνω.

[ιδρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες