Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θ
562 εγγραφές [561 - 562]
θωριά η [θorjá] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) εξωτερική εμφάνιση, όψη, μορφή, παρουσιαστικό.

[μσν. θωριά (στη νέα σημ.) < θεωριά < αρχ. θεωρία `θέα, θέαμα΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

θωρώ [θoró] Ρ10.9α : (λογοτ., λαϊκότρ.) κοιτάζω, βλέπω.

[μσν. θωρώ < θιωρώ < αρχ. θεωρῶ `κοιτάζω, παρατηρώ΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   1... 53 54 55 56 [57]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες