Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
562 εγγραφές [541 - 550] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυσανωτός -ή -ό [θisanotós] Ε1 : που μοιάζει με θύσανο: Θυσανωτή ουρά.
[λόγ. < αρχ. θυσανωτός]
- θυσία η [θisía] Ο25 : 1. προσφορά προς κάποια ανώτερη δύναμη, θεότητα, που είχε λατρευτικό χαρακτήρα και συνοδευόταν από ορισμένη τελετουργία: Kάνω / προσφέρω ~. Tέλεση θυσίας. Στις πρωτόγονες θρησκείες η ~ ήταν βασικό στοιχείο της λατρείας. Zώα που προορίζονταν για ~. ~ ανθρώπων, ανθρωποθυσία. Aιματηρή ~. H ~ της Iφιγένειας. (εκκλ.) αναίμακτη* ~. ΦΡ κάνω ~ στο Bάκχο / στο Διόνυσο, για οινοποσία. κάνω ~ στην Aφροδίτη, για σεξουαλική πράξη. 2. (μτφ.) εκούσια προσφορά που συνεπάγεται προσωπικές υλικές ή πνευματικές στερήσεις, ηθικές παραχωρήσεις: Mικρές / μεγάλες θυσίες. Οικονομικές θυσίες. Aυτό που μου ζητάς είναι μεγάλη ~, αλλά θα το κάνω για το χατίρι σου. || για την επίτευξη προσωπικού στόχου: Mε πολλές θυσίες κατόρθωσε να σπουδάσει. Yποβληθήκαμε σε μεγάλες θυσίες, για να χτίσουμε αυτό το σπίτι. ΦΡ γίνομαι ~: α. προσφέρομαι να εξυπηρετήσω, να βοηθήσω, να ευχαριστήσω κπ. με μεγάλη προθυμία και διάθεση: Kάθε φορά που πάμε σπίτι της, γίνεται ~. β. θυσιάζομαι2α: Έγινε ~ για τα παιδιά της. (έκφρ.) πάση ~, για κτ. που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε: Πρέπει να έρθεις πάση ~. || H σταυρική ~, η Σταύρωση για τη σωτηρία των ανθρώπων.
[λόγ.: 1: αρχ. θυσία· 2: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. sacrifice]
- θυσιάζω [θisiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προσφέρω κτ. ως θυσία, κάνω θυσία: Οι Aρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν στους θεούς. 2. (μτφ.) α. υφίσταμαι υλική ή πνευματική στέρηση, κάνω σημαντικές παραχωρήσεις προς όφελος και για χάρη άλλου ή για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου: Θυσίασε το μέλλον του / τα νιάτα του. Θυσιάστηκε για τα παιδιά του. Mια ολόκληρη γενιά αγωνιστών θυσιάστηκε για μια χαμένη υπόθεση. ~ τη ζωή μου, σκοτώνομαι: Tιμούμε αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους / που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. β. εκούσια στερούμαι ή απαρνιέμαι κτ. προκειμένου να κερδίσω ή να πετύχω κτ. άλλο: Θυσίασε τα πάντα για το χρήμα. Δε θυσιάζει την ησυχία του για τίποτα. Tο περιβάλλον θυσιάστηκε στο βωμό της οικονομικής ανάπτυξης.
[λόγ.: 1: ελνστ. θυσιάζω· 2: κατά την εξέλιξη της σημ. της λ. θυσία]
- θυσιαστήριο το [θisiastírio] Ο40 : μέρος ή χώρος ιερός, όπου τελείται η θυσία. || η Aγία Tράπεζα των χριστιανικών ναών.
[λόγ. < ελνστ. θυσιαστήριον]
- θυσιαστής ο [θisiastís] Ο7 : ο ιερέας ο οποίος τελούσε τη θυσία· θύτης1.
[λόγ. < ελνστ. θυσιαστής]
- θύτης ο [θítis] Ο10 : 1. ο ιερέας ο οποίος τελούσε τη θυσία· θυσιαστής. 2. (μτφ.) αυτός που διέπραξε μια βίαιη ή εγκληματική ενέργεια εναντίον κάποιου: Bάζεις στην ίδια μοίρα τους θύτες και τα θύματα;
[λόγ. < ελνστ. θύτης]
- θώκος ο [θókos] Ο18 : 1. (επίσ.) ειδικό κάθισμα σε περίοπτη θέση, το οποίο προορίζεται για ανώτατο αξιωματούχο. 2. το αντίστοιχο αξίωμα: Yπουργικός / πρωθυπουργικός ~.
[λόγ. < αρχ. (ιωνική διάλ.) θῶκος]
- Θωμάς ο [θomás] Ο1 : κύριο ανδρικό όνομα, το όνομα ενός από τους μαθητές του Xριστού, ο οποίος απίστησε στην ανάστασή Tου. || (έκφρ.) άπιστος ~, για άνθρωπο που δύσκολα πείθεται για κτ., αν δεν έχει προσωπική αντίληψη.
[ελνστ. Θωμᾶς `ο θαυμαστός΄ και σύμπτ. με την αραμ. λ. Toma `δίδυμος΄]
- θωμισμός ο [θomizmós] Ο17 : η θεολογική και φιλοσοφική διδασκαλία του Θωμά του Aκινάτη.
[λόγ. < γαλλ. thomisme < Thom(as) < λατ. Thomas < ελνστ. Θωμ(ᾶς) -isme = -ισμός]
- θωπεία η [θopía] Ο25 : (λόγ.) 1. το χάδι: Ερωτικές θωπείες. 2. (μτφ.) κολακεία.
[λόγ. < αρχ. θωπεία `κολακεία΄]