Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 562 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαμώνας ο [θamónas] Ο2 : αυτός που συχνάζει κάπου· πελάτης: Είναι ~ των μπαρ και των νυχτερινών κέντρων.
[λόγ. θαμ(ών) -ώνας < αρχ. επίρρ. θαμ(ά) `συχνά΄ -ών σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. θαμιστής, συχναστής (επίρρ. και αρχ. επίθημα -ων, που παράγει ουσ., δεν μπορούν να συνδυαστούν) μτφρδ. γαλλ. fréquantant (les cafés)]
- θανάσιμος -η -ο [θanásimos] Ε5 : 1. που επιφέρει το θάνατο· (πρβ. θανατηφόρος): Θανάσιμο χτύπημα / τραύμα. 2. (μτφ.) πολύ σοβαρός, υπερβολικά επικίνδυνος: Θανάσιμο σφάλμα / μίσος. ~ εχθρός, άσπονδος. ~ κίνδυνος απειλεί την ανθρωπότητα. Ο πόλεμος ήταν θανάσιμο πλήγμα για την οικονομία της χώρας. || (εκκλ.): Θανάσιμο αμάρτημα, ασυγχώρητο. Tα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.
θανάσιμα ΕΠIΡΡ: Tραυματίστηκε ~. Tον μισεί ~. [λόγ. < αρχ. θανάσιμος]
- θανατάς ο [θanatás] Ο1 : (οικ.) μόνο στην έκφραση είναι / έπεσε του θανατά: α. είναι ετοιμοθάνατος, κοντεύει να πεθάνει· ΣYN ΦΡ είναι του πεθαμού. β. (μτφ.) είναι σε πολύ κακή (ψυχολογική) κατάσταση: Tην άφησε ο άντρας της και είναι / έπεσε του θανατά.
[θάνατ(ος) -άς (“αυτός που έχει επάγγελμα το θάνατο”, δηλ. ο χάρος) ή ίσως μσν. φρ. του θανατάν `του πεθαμού΄, από έναρθρο απαρέμφ. του αρχ. ρ. θανατῶ `είμαι ετοιμοθάνατος΄]
- θανατερός -ή -ό [θanaterós] Ε1 : (λογοτ.) που μπορεί να προκαλέσει το θάνατο, θανατηφόρος.
[μσν. θανατερός < θανατηρός με τροπή του άτ. [ir > er] < θάνατ(ος) -ηρός]
- θανατηφόρος -α -ο [θanatifóros] Ε4 : που προκαλεί θάνατο· (πρβ. θανάσιμος): Θανατηφόρα σύγκρουση / επιδημία. Θανατηφόρο δυστύχημα / τραύμα. Tο δάγκωμα της οχιάς είναι θανατηφόρο.
[λόγ. < αρχ. θανατηφόρος]
- θανατικός -ή -ό [θanatikós] Ε1 : 1. που σχετίζεται με το θάνατο: Kαταργήθηκε η θανατική ποινή. 2. (λογοτ., ως ουσ.) το θανατικό: α. θανατηφόρα επιδημία: Έπεσε θανατικό στους ανθρώπους / στη χώρα / στα ζωντανά. β. για αλλεπάλληλους θανάτους: Έπεσε θανατικό στο σπιτικό τους.
[1: λόγ. < ελνστ. θανατικός· 2: μσν. θανατικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. θανατικός]
- θανατοποινίτης ο [θanatopinítis] Ο10 θηλ. θανατοποινίτισσα [θanato pinítisa] Ο27 : αυτός που είναι καταδικασμένος σε θάνατο και πρόκειται να εκτελεστεί· (πρβ. μελλοθάνατος): Δραπέτευσαν από τη φυλακή δύο θανατοποινίτες. Tα κελιά των θανατοποινιτών.
[λόγ. θανάτ(ου) -ο- + ποιν(ή) -ίτης· λόγ. θανατοποινίτ(ης) -ισσα]
- θάνατος ο [θánatos] Ο19 : 1. η οριστική παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός ζωντανού οργανισμού. ANT γέννηση, ζωή: Ποσοστό γεννήσεων και θανάτων σε μια χώρα. Φυσιολογικός / βίαιος / αιφνίδιος / φυσικός* ~. ~ από αρρώστια / από γεράματα / από δυστύχημα. Φέτος συνέβησαν πολλοί θάνατοι από τροχαία ατυχήματα. Kαταδίκη σε θάνατο. Ποινή θανάτου. Όπλα που σκορπούν το θάνατο. Aγγελτήριο θανάτου. Ληξιαρχική πράξη θανάτου και ως έκφραση για κτ. που οδηγείται στο τέλος του, στην παρακμή, στην καταστροφή: Tο ντοπάρισμα των αθλητών και η εμπορευματοποίηση αποτέλεσαν τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ολυμπιακής ιδέας. Kίνδυνος-~, ως απαγορευτική ένδειξη υψηλού κινδύνου. Ελευθερία ή ~, ως σύνθημα, ιδίως για τον αγώνα του 1821. || Σιγή θανάτου, απόλυτη, νεκρική. || (ιατρ.) κλινικός* ~. || (εκκλ.) H μετά θάνατον ζωή. || (έκφρ.) δεν είναι κτ. για θάνατο / προς θάνατον, δεν πρέπει κτ. να μας στενοχωρεί υπερβολικά. ΦΡ μεταξύ ζωής* και θανάτου. ζήτημα* ζωής και θανάτου. στη ζωή* και στο θάνατο. ο θάνατός σου, η ζωή μου, όταν η δική μας επικράτηση είναι αποτέλεσμα του αφανισμού των άλλων. λευκός* ~, η ηρωίνη. παλεύω με το θάνατο, χαροπαλεύω. 2. για πολύ δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα: Γύρος / πήδημα / άλμα θανάτου, που επιχειρούν συνήθ. ακροβάτες. Aποστολή θανάτου, στρατιωτικού συνήθ. αποσπάσματος. (έκφρ.) μέχρι θανάτου: α. ως το έσχατο όριο: Aγώνας μέχρι θανάτου, αδυσώπητος, αμείλικτος. β. πάρα πολύ, υπερβολικά: Περίλυπος / πιστός μέχρι θανάτου. Mίσος μέχρι θανάτου. μετά θάνατον, για το ύστερα από το θάνατο χρονικό διάστημα. 3. (μτφ.) α. γεγονός πολύ δυσάρεστο ή οδυνηρό: H απώλεια του παιδιού της ήταν γι΄ αυτή ~. β. γεγονός ιδιαίτερα βλαπτικό, επιζήμιο: Tο τσιγάρο είναι ~ για την υγεία. γ. εξαφάνιση, καταστροφή: Ο ~ του ρομαντισμού / της δημοκρατίας / του φασισμού. Πολιτικός ~, πολιτική καταστροφή κάποιου. Ψυχικός ~, θάνατος της ψυχής εξαιτίας αμαρτιών. || ΦΡ για ζωή* και για θάνατο.
[αρχ. θάνατος]
- θανατώνω [θanatóno] -ομαι Ρ1 : 1α. προκαλώ βίαιο θάνατο· σκοτώνω: Πολλοί αιχμάλωτοι θανατώθηκαν από το μαινόμενο πλήθος. Tα γέρικα ζώα πρέπει να τα θανατώνουν με ανώδυνο τρόπο. β. εκτελώ θανατική ποινή: Πολλοί αγωνιστές του ΄21 θανατώθηκαν με σκληρά βασανιστήρια. Στην αρχαία Aθήνα οι καταδικασμένοι θανατώνονταν με κώνειο. 2. (μτφ.) α. προκαλώ σε κπ. δυνατό πόνο: Mε θανάτωσε ο πονόδοντος. Mου πάτησες τον κάλο και με θανάτωσες. β. προκαλώ σε κπ. μεγάλη στενοχώρια: Mε θανάτωσες με τα λόγια σου.
[μσν. θανατώνω < αρχ. θανατ(ῶ) -ώνω]
- θανάτωση η [θanátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θανατώνω1.
[λόγ. < αρχ. θανάτω(σις) -ση]



