Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
562 εγγραφές [551 - 560] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θωπευτικός -ή -ό [θopeftikós] Ε1 : (λόγ.) 1. χαϊδευτικός. 2. (μτφ.) κολακευτικός: Θωπευτικά λόγια.
[λόγ. < αρχ. θωπευτικός `πρόθυμος για κολακείες΄]
- θωπεύω [θopévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) 1. χαϊδεύω. 2. (μτφ.) κολακεύω.
[λόγ. < αρχ. θωπεύω `κολακεύω, χαϊδεύω΄]
- θώρακας ο [θórakas] Ο5 λόγ. γεν. και θώρακος : 1α. (ανατ.) το άνω μέρος του κορμού του σώματος των σπονδυλωτών καθώς και η αντίστοιχη κοιλότητα, η οποία προστατεύεται από οστέινα τοιχώματα και περιέχει τα κύρια όργανα της κυκλοφορίας και της αναπνοής: Παθήσεις του θώρακα. Aκτινογραφία θώρακος. Kέντρο νοσημάτων θώρακος. β. το μεσαίο από τα τρία κύρια τμήματα στα οποία χωρίζεται το σώμα των εντόμων. 2α. αρχαίο αμυντικό όπλο που προστάτευε τον κορμό του πολεμιστή: ~ από μέταλλο / από δέρμα. Tο βέλος τρύπησε το θώρακα. β. μεταλλική, ιδίως χαλύβδινη επένδυση για προστασία από βλήματα μεγάλης ισχύος: ~ πλοίου / πυροβόλου. 3. καθετί που προστατεύει αποτελεσματικά κτ., που θωρακίζει.
[λόγ.: 1, 2α: αρχ. θώραξ, αιτ. -ακα· 2β, 3: σημδ. γαλλ. cuirasse]
- θωρακίζω [θorakízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. επενδύω με μεταλλικές πλάκες, συνήθ. χαλύβδινες, για προστασία από βλήματα μεγάλης ισχύος: ~ ένα πλοίο. Θωρακισμένο αυτοκίνητο. 2. (μτφ.) εξοπλίζω κτ. με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνει απρόσβλητο: Έχουμε θωρακίσει τα νησιά μας, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κάθε ξένη απειλή. || δημιουργώ τέτοιες συνθήκες προστασίας για κτ., ώστε το καθιστώ απρόσβλητο: Nόμοι που θωρακίζουν το δημοκρατικό πολίτευμα.
[λόγ. < αρχ. θωρακίζω `καλύπτω με αμυντική πανοπλία΄ σημδ. γαλλ. cuirasser]
- θωρακικός -ή -ό [θorakikós] Ε1 : που βρίσκεται στο θώρακα1 ή γενικά έχει σχέση με αυτόν: Θωρακικοί σπόνδυλοι / μύες. Θωρακική αορτή. Θωρακικές αρτηρίες. Θωρακικά νεύρα. Θωρακική χώρα, ο θώρακας.
[λόγ. θωρακ- (θώραξ) -ικος (διαφ. το ελνστ. θωρακικός `που υποφέρει στο θώρακα΄)]
- θωράκιο το [θorákio] Ο40 : χαμηλό, μαρμάρινο συνήθ. διάφραγμα που έκλεινε το κενό μεσοδιάστημα μεταξύ των κιόνων στα μαρμάρινα τέμπλα των παλαιοχριστιανικών κυρίως ναών.
[λόγ. < ελνστ. θωράκιον `παραπέτο΄]
- θωράκιση η [θorákisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θωρακίζω: 1. H ~ ενός πλοίου. 2. (μτφ.): H αντισεισμική ~ των ελληνικών πόλεων. H ~ των συνόρων του κράτους.
[λόγ. θωρακι- (θωρακίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. cuirassement]
- θωράκισμα το [θorákizma] Ο49 : η θωράκιση.
[λόγ. θωρακισ- (θωρακίζω) -μα μτφρδ. γαλλ. cuirassement]
- θωρακισμός ο [θorakizmós] Ο17 : η θωράκιση.
[λόγ. < ελνστ. θωρακισμός `κάλυψη του σώματος με θώρακα΄ σημδ. γαλλ. cuirassement]
- θωρηκτό το [θoriktó] Ο38 : θωρακισμένο πολεμικό πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος: Tο ~ «Aβέρωφ». || για γυναίκα εξαιρετικά σωματώδη, βαριά και άχαρη.
[λόγ. < αρχ. θωρηκ- (θωρήσσω) `βάζω πανοπλία΄ -τόν, ουδ. του -τός (ενν. πλοίον) μτφρδ. γαλλ. (navire) cuirassé]