Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 562 εγγραφές [531 - 540] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυρίδα η [θiríδa] Ο26 : 1. μικρό άνοιγμα σε μεσότοιχο ή σε άλλο διαχωριστικό στοιχείο ενός χώρου εργασίας, το οποίο χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές του κοινού με τους υπαλλήλους που εργάζονται εκεί· γκισέ: Θα σας εξυπηρετήσουν στην τάδε ~. Aυτόματη ~ καταθέσεων, για συναλλαγές σε ώρες που η τράπεζα είναι κλειστή. 2. καθένα από τα εντοιχισμένα ορθογώνια κουτιά, συνήθ. σε ταχυδρομεία και τράπεζες, τα οποία προορίζονται για την ταξινόμηση και φύλαξη της αλληλογραφίας ή χρημάτων και πολύτιμων αντικειμένων: Tαχυδρομική ~, ατομικό γραμματοκιβώτιο στο ταχυδρομείο με δικό του αριθμό, το οποίο νοικιάζει κάποιος για να δέχεται εκεί την αλληλογραφία του. ~ τράπεζας, ατομικό χρηματοκιβώτιο.
[λόγ. < αρχ. θυρίς, αιτ. -ίδα `πορτάκι, μικρό παράθυρο΄ (υποκορ. του θύρα) σημδ. γαλλ. guichet]
- θυροκολλώ [θirokoló] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 & -ούμαι Ρ10.9β : 1. για δικόγραφο, το οποίο ο δικαστικός επιμελητής κολλάει στην πόρτα του ενδιαφερομένου, όταν δεν τον βρίσκει ή όταν εκείνος αρνείται να το παραλάβει. 2. για επίσημο έγγραφο το οποίο ο αρμόδιος υπάλληλος γνωστοποιεί κολλώντας το στην είσοδο του ιδρύματος το οποίο αφορά: Θυροκολλήθηκε το διάταγμα για τη διάλυση της βουλής.
[λόγ. θύρ(α) -ο- + κολλώ]
- θυροξίνη η [θiroksíni] Ο30 : ορμόνη η οποία εκκρίνεται από το θυρεοειδή αδένα.
[λόγ. < διεθ. thyr- < thyr(oid) < ελνστ. θυρ(εοειδής) (με παράλειψη του ε από λάθος των αντιγραφέων του μεσαίωνα) + ox(alic) = οξ(αλικός) -ine = -ίνη]
- θυροτηλέφωνο το [θirotiléfono] Ο41 : είδος εσωτερικού τηλεφώνου με το οποίο γίνεται η επικοινωνία των διαμερισμάτων ενός κτιρίου με την κεντρική είσοδο: Xτυπάει το ~. Mίλησέ του από το ~ και πες του να κατεβεί.
[λόγ. θύρ(α) -ο- + τηλέφωνον]
- θυρόφυλλο το [θirófilo] Ο41 : το τμήμα της πόρτας που ανοιγοκλείνει, σε αντιδιαστολή προς το σταθερό της πλαίσιο: Ξύλινα / τζαμωτά θυρόφυλλα.
[λόγ. θύρ(α) -ο- + φύλλον]
- θύρσος ο [θírsos] Ο18 : ραβδί από καλάμι περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού και αμπέλου, έμβλημα του Διονύσου.
[λόγ. < αρχ. θύρσος]
- θύρωμα το [θíroma] Ο49 : συνήθ. το μαρμάρινο ή πέτρινο πλαίσιο το οποίο ακολουθεί το περίγραμμα του ανοίγματος μιας πόρτας.
[λόγ. < ελνστ. θύρωμα]
- θυρωρείο το [θirorío] Ο39 : ειδικά διαμορφωμένος χώρος στην είσοδο ενός κτιρίου στον οποίο βρίσκεται ο θυρωρός τις ώρες της εργασίας του.
[λόγ. < ελνστ. θυρωρεῖον]
- θυρωρός ο [θirorós] Ο17 θηλ. θυρωρός [θirorós] Ο34 & (οικ.) θυρωρίνα [θirorína] Ο26 : πρόσωπο εγκατεστημένο στην κεντρική είσοδο ενός κτιρίου με κύρια εργασία την επίβλεψη, την ασφάλεια ή και την καθαριότητα του κτιρίου.
[λόγ. < αρχ. θυρωρός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· θυρωρ(ός) -ίνα]
- θύσανος ο [θísanos] Ο19 : I. σύνολο μακριών τεχνητών ή φυσικών νημάτων τα οποία είναι ενωμένα μόνο στο ένα τους άκρο, αφήνοντας το άλλο ελεύθερο· φούντα: H ουρά του αλόγου καταλήγει σε θύσανο. II. (μετεωρ.) κατηγορία νεφών τα οποία είναι τελείως λευκά, λεπτά και διαφανή και έχουν νηματοειδή μορφή. III. (βοτ.) ονομασία νηματοειδούς ταξιανθίας.
[λόγ. < αρχ. θύσανος]



