Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 562 εγγραφές [511 - 520] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυμίαμα το [θimíama] Ο49 & θυμιάμα το [θim
áma] Ο48 : ρητινώδης αρωματική ουσία που, όταν καίγεται, παράγει μια χαρακτηριστική μυρωδιά και η οποία χρησιμοποιείται σε θρησκευτικές εκδηλώσεις· λιβάνι: Mοσχομύριζε η εκκλησία από το ~. [λόγ. < αρχ. θυμίαμα· αρχ. θυμίαμα, με αποφυγή της χασμ.]
- θυμιατήρι το [θimnatíri] Ο44 : λειτουργικό σκεύος, κυρίως μεταλλικό, με ημισφαιρικό και διάτρητο κάλυμμα, μέσα στο οποίο καίγεται το θυμίαμα για τη θεία λατρεία· θυμιατό, λιβανιστήρι1.
[μσν. θυμιατήρι(ν) < αρχ. θυμιατήριον]
- θυμιατίζω [θimnatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κουνάω με το χέρι το θυμιατό μέσα στο οποίο καίω θυμίαμα, ως θρησκευτική εκδήλωση· λιβανίζω1. 2. (μτφ., οικ.) λιβανίζω2.
[μσν. θυμιατίζω < επίθ. θυμιατ(ός) (δες στο θυμιατό) -ίζω]
- θυμιάτισμα το [θimnátizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θυμιατίζω· λιβάνισμα.
[θυμιατισ- (θυμιατίζω) -μα]
- θυμιατό το [θimnató] Ο38 : το θυμιατήρι.
[μσν. θυμιατόν ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. θυμιατός `κατάλληλος να καεί σαν θυμίαμα΄]
- θυμίζω [θimízo] Ρ2.1α : 1. επαναφέρω στη μνήμη κάποιου κτ. το οποίο δεν πρέπει να ξεχάσει· υπενθυμίζω: Θύμισέ μου να σου φέρω τα λεφτά αύριο. || Mη μου θυμίζεις δυσάρεστες καταστάσεις. 2. για κτ. το οποίο δραστηριοποιεί τη μνήμη μου με βάση την ομοιότητα που έχει με κτ. που γνωρίζω: Aυτό δε σου θυμίζει τίποτα; Tα γραπτά του θυμίζουν πολύ Ροΐδη, το ύφος του Ροΐδη. || Mου θυμίζει τόσο τον πατέρα της!, μου θυμίζει χαρακτηριστικά του στοιχεία.
[μσν. ενεργ. θυμίζω < μέσο θυμίζομαι < ελνστ. ἐνθυμίζομαι, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐνθυμοῦμαι (δες θυμάμαι)]
- θυμικό το [θimikó] Ο38 : (ψυχ.) το σύνολο των ψυχικών φαινομένων τα οποία οφείλονται στο συναισθηματικό και βουλητικό μέρος της ψυχής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. θυμικός]
- θυμικός -ή -ό [θimikós] Ε1 : (ψυχ.) που σχετίζεται με το θυμικό: Θυμική διάθεση, που χαρακτηρίζεται από την επικράτηση συναισθηματικών και βουλητικών παρορμήσεων.
[λόγ. < αρχ. θυμικός]
- θυμοειδής -ής -ές [θimoiδís] Ε10 : (λόγ.) ζωηρός, ορμητικός, δυνατός. || (ως ουσ.) το θυμοειδές, το θυμικό.
[λόγ. < αρχ. θυμοειδής]
- θύμος ο [θímos] Ο18 : (ανατ.) ο ~ αδένας, ενδοκρινής αδένας ο οποίος βρίσκεται πίσω από το στέρνο, υπάρχει κατά τη βρεφική ηλικία και με την πάροδο του χρόνου ατροφεί προοδευτικά.
[λόγ. < ελνστ. θύμος]



