Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
562 εγγραφές [501 - 510] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυμάμαι [θimáme] & θυμούμαι [θimúme] Ρ12 : διατηρώ ή επαναφέρω στη μνήμη μου παραστάσεις από πρόσωπα, γεγονότα ή πράγματα που ανήκουν σε μια εμπειρία του παρελθόντος. ANT ξεχνώ: Δεν μπορώ να τον θυμηθώ καθόλου. Ποιος τον θυμάται πια αυτόν; ~ πάντα με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια, τα αναπολώ. Δε ~ πού ακούμπησα τα κλειδιά μου. ~ πολύ καλά ότι δε μου ξόφλησες το χρέος. || Σου στέλνω αυτό το μικρό δώρο για να με θυμάσαι, για να με σκέφτεσαι. (έκφρ.) να μου το θυμηθείς / θα μου το θυμηθείς / να με θυμηθείς / θα με θυμηθείς, σε περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε σε κπ. τη σημασία, την αλήθεια των λόγων μας ή των προβλέψεών μας.
[θυμούμαι: μσν. θυμούμαι < αρχ. ἐνθυμοῦμαι `βάζω στην καρδιά μου, σκέφτομαι΄, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.· θυμάμαι: < θυμ(ούμαι) μεταπλ. -άμαι]
- θυμάρι το [θimári] Ο44 : μικρός θάμνος με αρωματική οσμή και μικρά γαλάζια άνθη: Mέλι που μυρίζει ~. Στην άγονη ράχη του βουνού που ούτε ~ δε φυτρώνει.
θυμαράκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ (ειρ.) στα θυμαράκια, στο νεκροταφείο· ΣYN ΦΡ στα κυπαρίσσια: Πήγε / βρίσκεται / τον έχουν στα θυμαράκια, πέθανε και τον έχουν θάψει. [μσν. *θυμάριον, υποκορ. του ελνστ. θύμ(ος) -άριον > -άρι]
- θυμαρίσιος -α -ο [θimarísxos] Ε4 : που προέρχεται από το θυμάρι: Θυμαρίσιο μέλι.
[θυμάρ(ι) -ίσιος]
- θυμέλη η [θiméli] Ο30 : βωμός που βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας των αρχαίων ελληνικών θεάτρων.
[λόγ. < αρχ. θυμέλη]
- θυμελικός -ή -ό [θimelikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη θυμέλη.
[λόγ. < ελνστ. θυμελικός]
- θυμηδία η [θimiδía] Ο25 : τάση, διάθεση για γέλιο ως εκδήλωση ειρωνείας: Tα λόγια του προκάλεσαν τη γενική ~.
[λόγ. < αρχ. θυμηδία `τέρψη της καρδιάς, χαρά΄]
- θύμηση η [θímisi] Ο32 : (συνήθ. συναισθ.) α. η μνήμη: Έρχεται συχνά στη θύμησή μου, το θυμάμαι συχνά. β. η ανάμνηση: Mια γλυκιά ~.
[μσν. θύμηση < θύμη(σις) -ση < αρχ. ἐνθύμησις `σκέψη, ιδέα΄, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- θυμητάρι το [θimitári] Ο44 : (λογοτ., λαϊκότρ.) το ενθύμιο.
[*θυμητ(ός) -άρι < θυμη- (θυμάμαι) -τός]
- θυμητικό το [θimitikó] Ο38 : (οικ.) η μνήμη: Δεν έχεις καθόλου ~ καημένε.
[μσν. θυμητικό ουδ. του επιθ. θυμητικός < θυμη- (θυμούμαι) -τικός]
- θυμιάζω [θimnázo] -ομαι Ρ2.1 : θυμιατίζω.
[μσν. θυμιάζω < αρχ. θυμι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. θυμιασ-]