Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θηλή
1 εγγραφή
θηλή η [θilí] Ο29 : 1. κυλινδρική και σαρκώδης προεξοχή του μαστού από όπου γίνεται ο θηλασμός· ρώγα. || (επέκτ.) λαστιχένιο στόμιο στο μπιμπερό που έχει το σχήμα της θηλής. 2. καθετί που μοιάζει με θηλή. α. (ανατ.) προεξοχή στην επιφάνεια ενός οργάνου: Οι θηλές της γλώσσας / του δέρματος / των τριχών. H ~ του οπτικού νεύρου. β. (βοτ.) μικρή απόφυση στα άνθη και στα φύλλα.

[λόγ. < αρχ. θηλή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες