Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Η
341 εγγραφές [81 - 90]
ηλεκτρόδιο το [ilektróδio] Ο42 : αγωγός για τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: Tο ~ που επικοινωνεί με το θετικό πόλο ονομάζεται άνοδος, το ~ που επικοινωνεί με τον αρνητικό πόλο ονομάζεται κάθοδος. || (ιατρ.) το άκρο ενός ηλεκτροφόρου σύρματος, με το οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα σε κάποιο μέρος του σώματος.

[λόγ. < αγλλ. electrode < electr(o)- = ηλεκτρ(ο)- + -ode < αρχ. ὁδ(ός) -ιον]

ηλεκτροδότηση η [ilektroδótisi] Ο33 : η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος συνήθ. σε μεγάλη έκταση με τη δημιουργία της κατάλληλης υποδομής.

[λόγ. ηλεκτροδοτη- (ηλεκτροδοτώ) -σις > -ση]

ηλεκτροδοτώ [ilektroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δημιουργώ την κατάλληλη υποδομή και παρέχω ηλεκτρικό ρεύμα, συνήθ. σε μεγάλη έκταση: Hλεκτροδοτήθηκε η ελληνική ύπαιθρος.

[λόγ. ηλεκτρο- + -δοτώ]

ηλεκτροδυναμική η [ilektroδinamikí] Ο29 : κλάδος της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα του δυναμικού ηλεκτρισμού, τη δράση δηλαδή των ηλεκτρικών ρευμάτων.

[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamic = δυναμική]

ηλεκτροδυναμικός -ή -ό [ilektroδinamikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροδυναμική: Hλεκτροδυναμικά φαινόμενα.

[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamic = δυναμ(ική) -ικός]

ηλεκτροδυναμόμετρο το [ilektroδinamómetro] Ο40 : ειδικό όργανο για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος.

[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + dynamometre = δυναμόμετρον]

ηλεκτροεγκεφαλογράφημα το [ilektroengefaloγráfima] Ο49 : η γραφική παράσταση της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου που λαμβάνεται με τις μεθόδους της ηλεκτροεγκεφαλογραφίας· εγκεφαλογράφημα. || (επέκτ.) η ηλεκτροεγκεφαλογραφία.

[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + encephalo- = εγκεφαλο- + -gram = -γράφημα]

ηλεκτροεγκεφαλογραφία η [ilektroengefaloγrafía] Ο25 : (ιατρ.) καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου, που γίνεται για διαγνωστικούς σκοπούς.

[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + encephalo- = εγκεφαλο- + -graphy = -γραφία]

ηλεκτροεγκεφαλογράφος ο [ilektroengefaloγráfos] Ο18 : (ιατρ.) συσκευή που χρησιμοποιείται για την καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου.

[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + encephalo- = εγκεφαλο- + -graph = -γράφος]

ηλεκτροθεραπεία η [ilektroθerapía] Ο25 : η χρησιμοποίηση του ηλεκτρικού ρεύματος ως θεραπευτικού μέσου.

[λόγ. < γαλλ. électrothérapie < électro- = ηλεκτρο- + -thérapie = -θεραπεία]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες