Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 341 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηπατορραγία η [ipatorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία στο ήπαρ.
[λόγ. < γαλλ. hépatorragie < hépato- = ηπατο- + -rragie = -ρραγία]
- ηπειρογένεση η [ipirojénesi] Ο33 : (γεωλ.) το σύνολο των διαδικασιών που συνέβησαν και συμβαίνουν ακόμη στο φλοιό της γης και που συντελούν στη διαμόρφωση των ηπείρων, των θαλασσών κτλ.
[λόγ. < γαλλ. epeirogénèse < αρχ. ἤπειρ(ος) -ο- + -génèse = -γένε(σις) -ση]
- ήπειρος η [ípiros] Ο36 : μεγάλη έκταση γης που ορίζεται από έναν ή περισσότερους ωκεανούς: Οι γεωγράφοι διαιρούν τη γη σε έξι ηπείρους: Ευρώπη, Aσία, Aφρική, Aμερική, Ωκεανία και Aνταρκτική. Ο Bόσπορος ενώνει δύο θάλασσες και χωρίζει δύο ηπείρους. Γηραιά ~, η Ευρώπη. Mαύρη ~, η Aφρική.
[λόγ. < αρχ. ἤπειρος]
- ηπειρώτικος -η -ο [ipirótikos] Ε5 & ηπειρωτικός 2 -ή -ό [ipirotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ήπειρο ή στους κατοίκους της: Hπειρώτικα χωριά. Hπειρώτικα τραγούδια. Hπειρωτικά βουνά. H ηπειρωτική πρωτεύουσα.
[Hπειρώτ(ης < Ήπειρ(ος) -ώτης) -ικος· λόγ. < αρχ. ἠπειρωτικός]
- ηπειρωτικός 1 -ή -ό [ipirotikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τη θάλασσα: Hπειρωτική χώρα, σε αντίθεση με τα παράλια. Hπειρωτική Ελλάδα, σε αντίθεση με τη νησιωτική. Hπειρωτικό κλίμα, κλίμα χαρακτηριστικό των ηπειρωτικών περιοχών, που δε δέχεται δηλαδή την επίδραση της θάλασσας.
[λόγ. < αρχ. ἠπειρωτικός]
- ήπιος -α -ο [ípios] Ε6 : που δεν είναι έντονος, οξύς: ~ άνθρωπος. ~ χαρακτήρας, που δεν εξοργίζεται, που δεν εξάπτεται εύκολα. Επικρατεί ήπιο πολιτικό κλίμα. ~ χειμώνας, όχι ψυχρός. H γρίπη φέτος είναι μάλλον ήπια / ήπιας μορφής, δεν είναι βαριάς μορφής, δεν είναι επικίνδυνη. Ήπια τιμωρία, επιεικής. Ήπιες μορφές ενέργειας, που δε μολύνουν το περιβάλλον, π.χ. η ηλιακή, η αιολική κτλ.
ήπια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἤπιος]
- ηπιότητα η [ipiótita] Ο28 : η ιδιότητα του ήπιου.
[λόγ. < ελνστ. ἠπιότης, αιτ. -ητα]
- ήρα η [íra] Ο25 : ζιζάνιο των σιτηρών. ΦΡ ξεχωρίζω την ~ από το σιτάρι / ξεχώρισε η ~ από το σιτάρι, ξεκαθαρίζω τα θετικά από τα αρνητικά στοιχεία, τα καλά από τα κακά, τα χρήσιμα από τα άχρηστα.
[αρχ. αrρα, αναλ. προς το ψείρα (έντομο του σταριού);]
- ηράκλειος -α -ο [iráklios] Ε6 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Hρακλή: Hράκλειες Στήλες, το Γιβραλτάρ. 2. (μτφ.) τεράστιος, υπερφυσικός: Hράκλεια δύναμη. Hράκλειο έργο.
[λόγ. < αρχ. ἡράκλειος]
- Hρακλής ο [iraklís] Ο22 : μυθολογικός ήρωας με τεράστια σωματική δύναμη. || Οι Hρακλείς του στέμματος, για πρόσωπα που στην Ελλάδα θεωρούνταν στυλοβάτες του βασιλικού θεσμού (όπως οι δύο Hρακλείς που απεικονίζονταν στο βασιλικό οικόσημο).
[λόγ. < αρχ. Ἡρακλῆς]



