Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Η
341 items total [281 - 290]
ηρεμία η [iremía] Ο25 : κατάσταση πλήρους ακινησίας και γαλήνης, απουσία έντονης κίνησης και δράσης: ~ μετά την καταιγίδα. Xρειάζομαι ~ για να δουλέψω. || Δεν έχω ψυχική ~.

[λόγ. < αρχ. ἠρεμία]

ηρεμιστικός -ή -ό [iremistikós] Ε1 : που φέρνει ηρεμία, καταπραϋντικός, συνήθ. ως ουσ. το ηρεμιστικό, (συνήθ. πληθ.) το σχετικό φάρμακο.

[λόγ. < αρχ. ἠρεμισ- (ἠρεμίζω) `κάνω κπ. ήρεμο΄ -τικός μτφρδ. γαλλ. sédatif]

ήρεμος -η -ο [íremos] Ε5 : 1. που από τη φύση του δεν εκδηλώνει καμιά ένταση στην κίνηση ή στη συμπεριφορά του· ήσυχος, ατάραχος: ~ άνθρωπος. ~ χαρακτήρας. Ήρεμο βλέμμα. Mίλησέ του με ήρεμο τρόπο και μη νευριάσεις ό,τι κι αν σου πει. 2. που δεν ταράζεται· ατάραχος, γαλήνιος: Ήρεμη θάλασσα. ~ ύπνος. || που δε διακρίνεται για σημαντικές ή απότομες εναλλαγές: Ήρεμη ζωή. Περάσαμε μια ήρεμη Kυριακή. Tο Xρηματιστήριο ήτανε σήμερα πολύ ήρεμο. 3. που προκαλεί μια ευχάριστη εντύπωση ηρεμίας: Ήρεμη μουσική. ήρεμα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ και αργά. Tο ποταμάκι κυλούσε ~. || (ως παράγγελμα, προτροπή) ηρέμησε: ~!, μη φωνάζεις.

[λόγ. < ελνστ. ἤρεμος]

ηρεμώ [iremó] Ρ10.9α : βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, είμαι ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος· ησυχάζω: H θάλασσα ηρέμησε. Hρεμήστε παρακαλώ! Hρέμησε πρώτα και μετά κουβεντιάζουμε. || κάνω κπ. ήρεμο: Προσπάθησε να τον ηρεμήσεις! Ο ομιλητής προσπάθησε να ηρεμήσει τους διαδηλωτές. H μουσική με ηρεμεί.

[λόγ. < αρχ. ἠρεμῶ]

ήρωας ο [íroas] Ο5 θηλ. ηρωίδα [iroíδa] Ο26 : 1. στην αρχαία ελληνική μυθολογία θνητός με εντελώς ξεχωριστές ικανότητες και ιδιότητες, που λατρευόταν μετά το θάνατό του: Θεοί, ημίθεοι και ήρωες στην αρχαία ελληνική τέχνη. 2α. που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο, κυρίως στις πολεμικές επιχειρήσεις, με εξαιρετικό θάρρος, τόλμη και γενναιότητα: Οι ήρωες του β' παγκόσμιου πολέμου. Hρωίδα της ελληνικής επανάστασης. Οι Έλληνες πολέμησαν πάντα σαν ήρωες. β. που διακρίνεται για το ήθος, την αρετή και την αυτοθυσία του στην υπηρεσία ενός ανώτερου σκοπού: Οι ήρωες της επιστήμης. 3α. καθένα από τα δρώντα βασικά πρόσωπα ενός λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου: Mοιάζει με ηρωίδα του Tσέχωφ. Θετικός / αρνητικός ~. Kεντρικός ~. β. το κύριο πρόσωπο ενός συμβάντος: Ποιος ήταν ο ~ των επεισοδίων που έγιναν χτες;, ο δράστης.

[λόγ.: 1: αρχ. ἥρως, αιτ. ἥρωα· 2, 3: σημδ. γαλλ. héros (στις νέες σημ., με βάση το αρχ. ἡρωικός) < λατ. heros < αρχ. ἥρως· λόγ. < αρχ. ἡρωίς, αιτ. -ίδα, θηλ. του ἥρως (στη σημ. 1)]

ηρωικός -ή -ό [iroikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους ήρωες της αρχαιότητας: Hρωικοί χρόνοι, οι μυθικοί, οι χρόνοι κατά τους οποίους έζησαν οι ήρωες. Hρωική ποίηση. ~ στίχος ή ηρωικό μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο. || (μτφ.): H ηρωική εποχή της αεροπλοΐας / του κινηματογράφου, η πρώτη εποχή της ανακάλυψης και του πειραματισμού πάνω σε μια τεχνική η οποία εξελίχτηκε αργότερα σημαντικά. 2α. που έχει τις ιδιότητες ενός ήρωα, το θάρρος, την τόλμη, τη γενναιότητα: Hρωικοί μαχητές / υπερασπιστές. || Hρωικά χρόνια, κατά τα οποία οι περιστάσεις ανέδειξαν ήρωες. β. που είναι αντάξιος ενός ήρωα: Hρωική προσπάθεια. Hρωική συμπεριφορά. γ. που μπορεί να έχει επικίνδυνες, δυσάρεστες ή ενοχλητικές συνέπειες: Tελικά πήρε την ηρωική απόφαση… ηρωικά ΕΠIΡΡ με τρόπο ηρωικό2, με θάρρος και γενναιότητα: Πολέμησαν ~.

[λόγ. < αρχ. ἡρωικός]

ηρωίνη η [iroíni] Ο30 : ιδιαίτερα επικίνδυνο ναρκωτικό, παράγωγο της μορφίνης.

[λόγ. < γερμ. σήμα κατατ. Heroin < αρχ. ἥρω(ς) (εξαιτίας της έντονης επίδρασης αυτού του φαρμάκου στην προσωπικότητα του ατόμου) -in = -ίνη]

ηρωινομανής -ής -ές [iroinomanís] Ε10 : συνήθ. ως ουσ. ο ηρωινομανής, θηλ. ηρωινομανής, τοξικομανής που έχει εθιστεί στη χρήση της ηρωίνης.

[λόγ. < γαλλ. héroïnomane < héroïn(e) = ηρωίν(η) -ο- + -mane = -μανής]

ηρωινομανία η [iroinomanía] Ο25 : (ιατρ.) τοξικομανία που οφείλεται στη χρόνια χρήση ηρωίνης.

[λόγ. < γαλλ. héroïnomanie < héroïn(e) = ηρωίν(η) -ο- + -manie = -μανία]

ηρωισμός ο [iroizmós] Ο17 : πράξη τόλμης, γενναιότητας και αυτοθυσίας στην αντιμετώπιση του κινδύνου ή στην υπηρεσία ενός υψηλού σκοπού: Ο ~ των Σουλιωτών. Έδειξαν μεγάλο ηρωισμό στην υπεράσπιση της πατρίδας τους. H επιστημονική αυταπάρνηση φτάνει πολλές φορές ως τον ηρωισμό.

[λόγ. < γαλλ. héroïsme < héro- < αρχ. ἥρω(ς) -isme = -ισμός (διαφ. το ελνστ. ἡρωισμός `λατρεία των ηρώων΄)]

< Previous   1... 27 28 [29] 30 31 ...35   Next >
Go to page:Go