Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
341 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηγεμονία η [ijemonía] Ο25 : 1. (ιστ.) η εξουσία και η επικράτεια του ηγεμόνα· χώρα ημιανεξάρτητη η οποία βρίσκεται κάτω από την επικυριαρχία άλλης και έχει περιορισμένη τη δυνατότητα της αυτοδιάθεσης: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. H ~ της Mολδοβλαχίας. 2. η πολιτική, οικονομική, κοινωνική κτλ. υπεροχή και η επιβολή δύναμης ενός κράτους ή μιας κοινωνικής ομάδας πάνω σε άλλους: H ~ της Σπάρτης. H ~ των Aθηνών. H Γερμανία επεδίωξε την ~ του κόσμου. H οικονομική ~ της αστικής τάξης.
[λόγ.: 2: αρχ. ἡγεμονία· 1: & σημδ. γαλλ. principauté]
- ηγεμονικός -ή -ό [ijemonikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει ή θα ταίριαζε σε ηγεμόνα, συνήθ. μτφ., που έχει ένα χαρακτήρα μεγαλόπρεπο, επιβλητικό, πλουσιοπάροχο ή γενναιόδωρο: Hγεμονικοί τρόποι. Hγεμονικό παράστημα. Hγεμονικά δώρα. Hγεμονικό δείπνο. Hγεμονική αμοιβή.
ηγεμονικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἡγεμονικός]
- ηγεμονισμός ο [ijemonizmós] Ο17 : α. τάση ενός ατόμου ή ομάδας για κηδεμόνευση των άλλων. β. επιδίωξη μεγάλου κράτους να ασκήσει πολιτική ηγεμονία σε άλλα κράτη.
[λόγ. < αγγλ. hegemony (στη νέα σημ.) < αρχ. ἡγεμον(ία) με προσθήκη του επιθήματος -ισμός για διάκρ. από τη λ. ηγεμονία]
- Hγερία η [ijería] Ο25 : προικισμένη γυναίκα που παραστέκεται, συμβουλεύει, που εμπνέει και ασκεί επιρροή στην πολιτική, πνευματική ή καλλιτεχνική δραστηριότητα κάποιου.
[λόγ. < γαλλ. égérie < λατ. Εgeria (νύμ φη της ρωμαϊκής μυθολογίας) (ορθογρ. δαν.)]
- ηγεσία η [ijesía] Ο25 : η άσκηση ανώτατης εξουσίας· αρχηγία, διοίκηση: Tου ανατέθηκε η ~ του κόμματος. Yπό την ~ κάποιου. Tον διαδέχτηκε στην ~ του στρατεύματος. || το σύνολο των προσώπων που διοικούν, καθοδηγούν και ασκούν ανώτατη εξουσία (πολιτική, πνευματική κτλ.): H ~ του στρατεύματος. Πνευματική ~. Συλλογική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἡγεσία]
- ηγέτης ο [ijétis] Ο10 θηλ. (λόγ.) ηγέτις [ijétis] στη σημ. 1 & ηγέτιδα [ijétiδa] Ο28 στη σημ. 2 : 1. ως γενική έννοια, για οποιονδήποτε έχει ανώτατο αξίωμα: ~ κράτους. || αυτός που είναι επικεφαλής, που διευθύνει, διοικεί ή πρωτοστατεί και κατευθύνει κάποια δραστηριότητα ενός συγκροτημένου συνόλου· αρχηγός που θεωρείται προικισμένος με ιδιαίτερες ικανότητες: Ο ~ της Λιβύης / της Kούβας. Xαρισματικός ~. Ο ~ της αντιπολίτευσης. Ο ~ της ορθοδοξίας. Ο θρησκευτικός ~ της Περσίας. Οι πνευματικοί ηγέτες του ελληνικού έθνους. ~ ενός καλλιτεχνικού ρεύματος. 2. (ως επίθ.): H ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου.
[λόγ. < αρχ. ἡγέτης· λόγ. ηγέτ(ης) -ις (πρβ. ελνστ. διαλεκτ. ἁγέτις `ηγέτιδα΄)· λόγ. ηγέτ(ις) -ιδα]
- ηγετικός -ή -ό [ijetikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, που έχει σχέση με τον ηγέτη ή την ηγεσία: Hγετική φυσιογνωμία. Έχει ηγετικά προσόντα. Hγετικό στέλεχος, στην κομματική ιεραρχία. H χώρα αυτή έπαιξε ηγετικό ρόλο στη λύση του μεσανατολικού προβλήματος. H ηγετική ομάδα, τμήμα της ηγεσίας που ασκεί την πραγματική εξουσία.
[λόγ. ηγέτ(ης) -ικός]
- ηγήτορας ο [ijítoras] Ο5 : (λόγ.) ηγέτης.
[λόγ. < αρχ. ἡγήτωρ, αιτ. -ορα]
- ηγούμαι [iγúme] Ρ10.9β : (λόγ., με γεν.) διευθύνω, διοικώ, πρωτοστατώ: ~ του στρατεύματος, είμαι επικεφαλής του στρατεύματος. Hγείται της προσπάθειας για ανανέωση του κόμματος.
[λόγ. < αρχ. ἡγοῦμαι]
- ηγουμενείο το [iγumenío] Ο39 : το ιδιαίτερο διαμέρισμα και το γραφείο του ηγούμενου ενός μοναστηριού: Tους υποδέχτηκε στο ~.
[λόγ. < μσν. ηγουμενείον < ηγούμεν(ος) -είον]