Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Η
341 εγγραφές [161 - 170]
ηλιοφάνεια η [iliofánia] Ο27 : καιρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από το λαμπερό ήλιο σ΄ έναν ασυννέφιαστο ουρανό: Aύριο θα έχουμε ~, που θα συνοδεύεται όμως από τσουχτερό κρύο. || το χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, που ο ήλιος δεν καλύπτεται από σύννεφα: Mέσος όρος ηλιοφάνειας το μήνα Δεκέμβριο.

[λόγ. ηλιο- + -φάνεια κατά τα ελνστ. ἐπιφάνεια `το να έρθει κτ. στο φως, χάραμα΄, Θεοφάνεια (δες στο Θεοφάνια)]

ηλιοφώτιστος -η -ο [ilofótistos] Ε5 : (λογοτ.) ηλιόλουστος.

[λόγ. ηλιο- + φωτισ- (φωτίζω) -τος]

ηλιόχαρος -η -ο [ilóxaros] & λιόχαρος -η -ο [lóxaros] Ε5 : (λογοτ.) που φωτίζεται άπλετα από τον ήλιο, έτσι ώστε να δίνει μια εικόνα που δημιουργεί ένα συναίσθημα χαράς και ευτυχίας: Hλιόχαρη / καταγάλανη η θάλασσα. Είναι μια μέρα ηλιόχαρη και γελαστή.

[λόγ. ηλιο- + χαρ- (χαίρομαι) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

ηλιοψημένος -η -ο [ilopsiménos] Ε3 : που το δέρμα του έχει πάρει από τον ήλιο ένα ωραίο σκούρο, μελαψό χρώμα· ηλιοκαμένος.

[ηλιο- + ψημένος μππ. του ψήνω]

ήλος ο [ílos] Ο18 : (λόγ.) καρφί. ΦΡ θέτω τον δάκτυλον* εις τον τύπον των ήλων.

[λόγ. < αρχ. wλος]

ηλύσιος -α -ο [ilísios] Ε6 : στην έκφραση ηλύσια πεδία, μυθολογικός τόπος στο δυτικό άκρο της γης όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές των ηρώων.

[λόγ. < αρχ. Ἠλύσιος, Ἠλύσιον πεδίον, ελνστ. Ἠλύσια πεδία]

ήμαρτον [ímarton] : επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεταμέλεια· έσφαλα! συγγνώμη!: Πες ~ για να μη σε τιμωρήσω.

[λόγ. < μσν. ήμαρτον `έπεσα σε αμαρτία΄ < αρχ. ἥμαρτον αόρ. του ρ. ἁμαρτάνω `κάνω λάθος΄]

ημεδαπός -ή -ό [imeδapós] Ε1 : που κατάγεται ή προέρχεται από την ίδια χώρα με αυτήν του ομιλητή. ANT αλλοδαπός, ξένος: Hμεδαποί γιατροί. Οι ημεδαποί δικηγόροι μπορούν ελεύθερα να εγκατασταθούν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. || (ως ουσ.) ο ημεδαπός: Είσοδος ημεδαπών σε αεροδρόμιο. || (λόγ., ως ουσ.) η ημεδαπή, το εσωτερικό μιας χώρας. ANT αλλοδαπή.

[λόγ. < αρχ. ἡμεδαπός]

ημέρα η [iméra] & μέρα η [méra] Ο25 : 1α. το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση του: Xειμωνιάτικη / ανοιξιάτικη μέρα. Mια βροχερή / ηλιόλουστη μέρα. H μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Mη βιάζεσαι, όλη η μέρα είναι δική μας. Tι κουραστική μέρα! Nα έρθεις όσο είναι ακόμα μέρα, προτού σκοτεινιάσει. Mας βρήκε η μέρα, ξημερωθήκαμε. (έκφρ.) κι αύριο* μέρα είναι. κάνω τη νύχτα* μέρα. (ευχή) καλή σου μέ ρα, καλημέρα. ΦΡ βλέπω το φως* της μέρας. κάποιος / κτ. διαφέρει* όσο η μέρα με τη νύχτα. είναι σαν τη νύχτα* με τη μέρα / σαν τη μέρα με τη νύχτα*. ΠAΡ H καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, η καλή ή η κακή έκβα ση φαίνεται από την αρχή. Tης νύχτας* τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά. || H ~ της γυναίκας / του παιδιού, που είναι αφιερωμένη. β. τμήμα της ημέρας που αντιστοιχεί σε καθορισμένες ώρες εργασίας: Έλει ψα τρεις μέρες από το γραφείο. Εργάζεται πέντε μέρες τη βδομάδα. Θα χρειαστώ δυο μέρες για να καθαρίσω. Παίρνει δέκα χιλιάδες δραχμές την ~. Πόσες μέρες άδεια δικαιούσαι; || ~ επισκέψεων / ακροάσεων. 2. η χρονική διάρκεια 24 ωρών, ο χρόνος μιας πλήρους περιστροφής της γης γύρω από τον άξονά της: Ένας χρόνος έχει 365 ημέρες. Έχω μέρες να σε δω. Δέκα μέρες ήμουν νηστικός. Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα ημερών. Tι μέρα έχουμε / τι μέρα είναι σήμερα; - Δευτέρα. Tι μέρα πέφτουν τα Xριστούγεννα; Δε θέλω να τελειώσω τις μέρες μου εδώ, να πεθάνω. Σώθηκαν οι μέρες του, πεθαίνει. Άγιες* μέρες. H ~ της Kρίσεως*. Οι μέρες του είναι λίγες / μετρημένες. Είναι στις μέρες της, για έγκυο, πλησιάζουν οι μέρες που θα γεννήσει. Xρονιάρα* μέρα. Άνθρωπος / θέμα / πρόσωπο της ημέρας, που γίνεται γι΄ αυτόν λόγος, που αποτελεί εφήμερα το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. Aυγά ημέρας, αυγά πολύ φρέσκα, συνήθ. πτηνοτροφείου με σφραγίδα. Tο πιά το* της ημέρας. (έκφρ.) αποφράδα* ~. μετρώ* τις μέρες. μετράω* μέρες. ΦΡ (δε) βλέπω άσπρη* μέρα. (λόγ.) πλήρης* ημερών. || με ιδιαίτερη επιτόνηση, επιφωνηματικά: Tι μέρα κι η σημερινή! Bρήκες τη μέρα! Mέρα που βρήκες! (λόγ. έκφρ.) την σήμερον* ημέραν. || από μέρα σε μέρα / μέρα με την ~: α. πολύ σύντομα: Tον περιμένουμε από μέρα σε μέρα. β. βαθμιαία, καθημερινά: H κατάστασή του χειροτερεύει μέρα με την ~. || (αστρον.) αληθής ηλιακή* ~. μέση ηλιακή* ~. 3. (πληθ.) εποχή, καιρός: Περάσαμε δύσκολες μέρες. Στις μέρες μας δε γίνονταν τέτοια πράγματα. Θα έρθουν και ευτυχισμένες μέρες. Πέρασα μαύρες μέρες. Mέρες του ΄36. (έκφρ.) έργα* και ημέρες κάποιου. (λόγ.) επί των ημερών κάποιου, την εποχή του: Επί των ημερών του Iουστινιανού έγινε η Στάση του Nίκα, όταν ήταν αυτοκράτορας. 4. η διάρκεια της ημέρας: Δεν μπορώ να κοιμηθώ την ~. || (ως επίρρ.): H καθαρίστρια έρχεται μέρα παρά μέρα. ΦΡ μέρα μεσημέρι*. (έκφρ.) μέρα και νύχτα* / νύχτα* μέρα. μια μέρα, κάποτε: Mια μέρα θα το θυμηθείς. μερούλα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. ἡμέρα· μσν. μέρα < αρχ. ἡμέρα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο· μέρ(α) -ούλα]

ημεράδα η [imeráδa] Ο25α : (λογοτ.) ημερότητα, η ιδιότητα του ήμερου (στις σημ. 2, 3): Tην ~ που έχουν τα βουνά κι οι θάλασσες της πατρίδας μας δεν τη βρίσκεις πουθενά. Ένιωσε μεγάλη ~ στην ψυχή του.

[ήμερ(ος) -άδα]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες