Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ημι
68 εγγραφές [1 - 10]
ημι- [imi] & ημί- [imí], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα ουσιαστικά και τα παράγωγά τους επίθετα ή επιρρήματα για να δηλώσει: α. το ένα από τα δύο ίσα μέρη του αντικειμένου ή της έννοιας που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κύκλιο, ~σέληνος, ~στίχιο, ~σφαίριο, ημίχρονο, ημίωρο· ~σφαιρικός, ημίωρος· ~κυκλικά. β. ότι η σύνθετη λέξη έχει σε μικρό βαθμό τα χαρακτηριστικά του β' συνθετικού: ημίθεος, ημίφως. 2. σε προσδιοριστικά σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους ουσιαστικά και επίθετα δηλώνει ότι στη σύνθετη λέξη δεν υπάρχουν όλα παρά μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του β' συνθετικού· (πρβ. μισο- 1): ~άγριος, ~αυτόματος, ημίγλυκος, ημίγυμνος, ~επίσημος, ~μαθής· ~τελικός. || σε ουσιαστικοποιημένα επίθετα: ~υπόγειο, ημίφωνα, ~ώροφος. || σε ουσιαστικά: ~διαφάνεια, ~μάθεια. 3. σε επιστημονικούς όρους: α. (οικον.) ~ανάπτυκτος. β. (χημ.) ~κυτταρίνες, ~μέταλλα. γ. (ιατρ.) δηλώνει πάθηση ενός μέρους του σώματος κατά το ήμισυ, κατά τη μία πλευρά: ~κρανία, ~πληγία. || δηλώνει την ατελή ανάπτυξη ενός οργάνου ή την ατελή εκτέλεση μιας λειτουργίας: ~ατροφία, ~μεταβολισμός. δ. (γυμν.) δηλώνει την εκτέλεση κατά τη μία μόνο πλευρά, αριστερά ή δεξιά, της άσκησης που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ανάταση, ~έκταση· ~εδραίος.

[λόγ. < αρχ. ἡμι- (< επίθ. ἥμισυς) ως α' συνθ.: αρχ. ἡμί-θεος, ελνστ. ἡμι-στίχιον & διεθ. hemi- < λατ. hemi- < αρχ. ἡμι-: ημι-πληγικός < γαλλ. hémiplégique & μτφρδ. γαλλ. semi-, demi-, αγγλ. semi-, half-, γερμ. halb-: ημι-τελικός < γαλλ. demi-final ή αγγλ. semifinal]

ημιάγριος -α -ο [imiáγrios] Ε6 : 1. (για άνθρ.) που δεν έχει εκπολιτιστεί, που είναι σχεδόν πρωτόγονος: Στη ζούγκλα του Aμαζονίου υπάρχουν φυλές σε ημιάγρια κατάσταση. 2. (για ζώο) που δεν έχει εξημερωθεί.

[λόγ. ημι- + άγριος μτφρδ. αγγλ. semi-savage ή γαλλ. demi-sauvage]

ημιαγωγός ο [imiaγoγós] Ο17 : μη μεταλλικό στερεό σώμα με μικρή ηλεκτρική αγωγιμότητα, ενδιάμεση μεταξύ των μετάλλων, που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, και των μονωτών.

[λόγ. ημι- + αγωγός μτφρδ. αγγλ. semiconductor]

ημιανάπαυση η [imianápafsi] Ο33 : (γυμν.) στάση της γυμναστικής και το αντίστοιχο παράγγελμα, κατά την οποία το αριστερό πόδι μετακινείται λίγο μπροστά ή αριστερά, ενώ το σώμα παραμένει τεντωμένο· (πρβ. ανάπαυση2).

[λόγ. ημι- + ανάπαυ(σις) -ση]

ημιανάταση η [imianátasi] Ο33 : γυμναστική άσκηση κατά την οποία το ένα από τα δύο χέρια είναι σε ανάταση: ~ αριστερά / δεξιά.

[λόγ. ημι- + ανάτα(σις) -ση]

ημιανεξάρτητος -η -ο [imianeksártitos] Ε5 : που δεν είναι εντελώς ανεξάρτητος, αλλά εξαρτάται εν μέρει από κάποιον άλλο: Hμιανεξάρτητη χώρα.

[λόγ. ημι- + ανεξάρτητος]

ημιαντοχή η [imiandoxí] Ο29 : (αθλ.) δρόμος ημιαντοχής, ονομασία των αγώνων δρόμου στις αποστάσεις από 800 ως 1500 μέτρα.

[λόγ. ημι- + αντοχή]

ημιαξόνιο το [imiaksónio] Ο42 : ο άξονας του τροχού που μεταφέρει την κίνηση από το διαφορικό στον τροχό.

[λόγ. ημι- + αξόνιον, υποκορ. της λ. άξων (πρβ. ελνστ. ἀξόνιον `μικρή περόνη΄) μτφρδ. γαλλ. demi-axe]

ημιαργία η [imiarjía] Ο25 : ημέρα εργάσιμη, κατά την οποία, εξαιτίας γιορτής ή σημαντικού γεγονότος, έχει καθιερωθεί επίσημα μείωση των ωρών εργασίας, χωρίς αντίστοιχη μείωση της αμοιβής.

[λόγ. ημι- + αργία]

ημιαυτόματος -η -ο [imiaftómatos] Ε5 : για μηχανήματα που δε λειτουργούν τελείως αυτόματα, αλλά χρειάζονται και κάποια εξωτερική ενέργεια: Hμιαυτόματο τουφέκι. || Hμιαυτόματη τηλεφωνική σύνδεση.

[λόγ. ημι- + αυτόματος μτφρδ. γαλλ. semiautomatique < semi- = ημι- + automatique < αρχ. αὐτόματος (-ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες