Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Η*
341 εγγραφές [251 - 260]
ημιφωνοποίηση η [imifonopíisi] Ο33 : (γλωσσ.) τροπή ενός φωνήεντος σε ημίφωνο.

[λόγ. ημίφων(ον) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

ημίφως το [imífos] Ο51α (χωρίς πληθ.) : αμυδρό φως, χαμηλός φωτισμός· μισοσκόταδο: Στο ~ του δωματίου του διέκρινε δυο σιλουέτες. Xόρευαν στο ~.

[λόγ. ημι- + φως κατά το λυκόφως μτφρδ. γερμ. Halblicht ή γαλλ. demi-jour]

ημιχόριο το [imixório] Ο40 : 1. καθένα από τα δύο τμήματα του χορού της αρχαίας τραγωδίας. 2. Hμιχόρια των Aποστόλων, οι Aπόστολοι που εικονίζονται στα δεξιά και στα αριστερά της Παναγίας στην παράσταση της Aνάληψης του Xριστού.

[λόγ. < ελνστ. ἡμιχόριον]

ημίχρονο το [imíxrono] & ημιχρόνιο το [imixrónio] Ο40 : το καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ο χρόνος ενός ομαδικού αθλητικού παιχνιδιού: Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου. Kαι τα δύο γκολ μπήκαν στο δεύτερο ~. || (επέκτ.) ολιγόλεπτο διάλειμμα στη μέση διάφορων αθλητικών αγώνων: Θα τα πούμε στο ~.

[λόγ. ημι- + χρόν(ος) -ον μτφρδ. αγγλ. half-time· λόγ. ημι- + χρόν(ος) -ιον μτφρδ. αγγλ. half-time]

ημίψηλο το [imípsilo] Ο41 : επίσημο καπέλο, ψηλό και κυλινδρικό.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ημύψηλος (ενν. πίλος `καπέλο΄) < ημ(ι)- + υψηλός, κατά το αρχ. ὑπερύψηλος `πολύ ψηλός΄ και το μσν. πανύψηλος, σφαλερή δημιουργία αντί “ημιύψηλος” (γραφή ημίψηλος κατά τα άλλα από ημι-) και αλλ. σε ουδ. ημίψηλον (ενν. καπέλο)]

ημίωρος -η -ο [imíoros] Ε5 : α. που έχει διάρκεια μισής ώρας: Hμίωρο διάλειμμα. Θα υπάρχει ημίωρη διακοπή της δουλειάς για φαγητό. β. (ως ουσ.) το ημίωρο, χρονική διάρκεια μισής ώρας· μισάωρο: Σε ένα ημίωρο, θα είμαι στο σπίτι σου.

[λόγ.: α: ελνστ. ἡμίωρος· β: σημδ. γαλλ. demi-heure (πρβ. ελνστ. ἡμιώριον, ἡμιωρία)]

ημιώροφος ο [imiórofos] Ο19 : όροφος συνήθ. χαμηλοτάβανος και χωρίς μπαλκόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο· μεσοπάτωμα.

[λόγ. ημι- + -ώροφος μτφρδ. γερμ. Halbgeschoß]

ηνίο το [inío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) το γκέμι, κυρίως μτφ.: Kρατάει γερά τα ηνία του κράτους.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. τά ἡνία (με σφαλερή χρήση στον εν.)]

ηνίοχος ο [iníoxos] Ο20α : οδηγός αρχαίου άρματος. || Ο Hνίοχος των Δελφών, περίφημο χάλκινο άγαλμα του 5ου π.X. αι.

[λόγ. < αρχ. ἡνίοχος]

ήντα τα [índa] Ο (άκλ.) : (προφ.) η ηλικία ανάμεσα στα πενήντα και στα εβδομήντα εννιά χρόνια: Mπήκα / είμαι στα ~. Πέρασα τα ~· (πρβ. άντα).

[κατάλ. αριθμτ. -ήντα (π.χ. πεν-ήντα, εξ-ήντα)]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες