Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
341 εγγραφές [241 - 250] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ήμισυς ημίσεια ήμισυ [ímisis imísia ímisi] Ε : (λόγ.) μισός, μόνο στις εκφράσεις το έτερον ήμισυ, ο ένας από τους δύο συζύγους: Πού βρίσκεται το έτερον ήμισυ; κατά το ήμισυ, κατά το ένα δεύτερο: Tο ακίνητο ανήκει κατά το ήμισυ στο δημόσιο και κατά το ήμισυ σε ιδιώτη. (νομ.) εξ ημισείας, για διανομή περιουσίας, σε δύο ίσα μέρη. (γνωμ.) η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, το σπουδαιότερο είναι να αρχίσει ή το πώς θα αρχίσει μία προσπάθεια.
[λόγ. < αρχ. ἥμισυς]
- ημισφαιρικός -ή -ό [imisferikós] Ε1 : που έχει το σχήμα ημισφαιρίου: ~ τρούλος.
[λόγ. < γαλλ. hémisphérique < αρχ. ἡμισφαίρ(ιον) -ique = -ικός]
- ημισφαίριο το [imisfério] Ο40 : 1. καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία διαιρεί τη σφαίρα κάθε επίπεδο που διέρχεται από το κέντρο της. || το μισό της γήινης σφαίρας: Ο πρώτος μεσημβρινός χωρίζει τη γη σε ανατολικό και δυτικό ~. 2. (μτφ.) το καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται ένα σώμα που έχει το σχήμα σφαίρας ή μοιάζει με σφαίρα: Tα ημισφαίρια του εγκεφάλου.
[λόγ. < αρχ. ἡμισφαίριον]
- ημιτελής -ής -ές [imitelís] Ε10 : (λόγ.) μισοτελειωμένος: Πέθανε και άφησε το έργο του ημιτελές. H Hμιτελής Συμφωνία του Σούμπερτ.
ημιτελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἡμιτελής· λόγ. < ελνστ. ἡμιτελῶς]
- ημιτελικός -ή -ό [imitelikós] Ε1 : (αθλ.) που γίνεται πριν από τον τελικό: ~ αγώνας κυπέλλου πρωταθλητριών Ευρώπης. Hμιτελικοί αγώνες στίβου / κολύμβησης ανδρών / γυναικών. || (ως ουσ.) ο ημιτελικός, τα ημιτελικά.
[λόγ. ημι- + τελικός μτφρδ. γαλλ. demi-final ή αγγλ. semifinal]
- ημιτόνιο το [imitónio] Ο40 : (μουσ.) η μικρότερη απόσταση ανάμεσα σε δύο συνεχείς φθόγγους της συγκερασμένης κλίμακας· μισός τόνος: Xρωματικό / διατονικό ~.
[λόγ. < αρχ. ἡμιτόνιον]
- ημίτονο το [imítono] Ο42 : (μαθημ.) διανυσματικό μέγεθος στην τριγωνομετρία: Tο ~ γωνίας 90Γ είναι ίσο με τη μονάδα.
[λόγ. ημι- + αρχ. τόν(ος) `κορδόνι, πτυχή΄ -ον (ουδ. κατά το διάνυσμα) μτφρδ. γαλλ. sinus (στη νέα σημ.) < λατ. sinus `πτυχή της τηβέννου΄· η γαλλ. λ. είναι μετάφραση του αραβ. djayb `πτυχή ρούχου, μισή χορδή του διπλού τόξου΄]
- ημιυπόγειος -α -ο [imiipójios] Ε6 : που ένα μόνο τμήμα του είναι υπόγειο: ~ χώρος. Hμιυπόγειο διαμέρισμα. || (ως ουσ.) το ημιυπόγειο.
[λόγ. ημι- + υπόγειος]
- ημιφορτηγό το [imifortiγó] Ο38 : φορτηγό αυτοκίνητο μικρής χωρητικότητας.
ημιφορτηγάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. ημι- + φορτηγόν μτφρδ. αγγλ. half track]
- ημίφωνο το [imífono] Ο40 : (γλωσσ.) φθόγγος ενδιάμεσος ανάμεσα σε φωνήεν και σύμφωνο· στα νέα ελληνικά ημίφωνα μπορεί να γίνουν το [i] και το [u], όταν σε γρήγορη προφορά αποτελέσουν μία συλλαβή με το προηγούμενο ή το επόμενο φωνήεν, π.χ. κρυώνω, βόηθα, άκουα, χάιδε ψα.
[λόγ. < αρχ. ἡμίφωνον (= εξακολ. σύμφ. π.χ. σ, ρ) σημδ. γερμ. Halbvokal ή γαλλ. semi-voyelle (π.χ. [w] ), σφαλερά αντί π.χ. “ημιφωνήεν” ή “ημισύμφωνο” (πρβ. και γαλλ. συν. semi-consonne, γερμ. συν. Halbkonsonant)]