Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Η*
341 εγγραφές [231 - 240]
ημιπερίοδος 2 η : εξεταστική περίοδος στο πανεπιστήμιο, κατά την οποία οι φοιτητές είχαν δικαίωμα να εξεταστούν σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων.

[λόγ. ημι- + περίοδος1]

ημιπεριφέρεια η [imiperiféria] Ο27 : το καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωρίζει την περιφέρεια η διάμετρος, τόξο 180Γ.

[λόγ. ημι- + περιφέρεια μτφρδ. γαλλ. demi-circonférence]

ημιπληγία η [imiplijía] Ο25 : παράλυση της μιας πλευράς του σώματος, που οφείλεται συνήθ. σε εγκεφαλική βλάβη: Σπαστική ~.

[λόγ. < μσν. ημιπληγία < ελνστ. ἡμιπληγ(ής) `μισοχτυπημένος΄ -ία]

ημιπληγικός -ή -ό [imiplijikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ημιπληγία. || (ως ουσ.) ο ημιπληγικός, ο ημίπληκτος.

[λόγ. < γαλλ. hémiplégique < hémi plég(ie) < μσν. ημιπληγ(ία) -ique = -ικός]

ημίπληκτος -η -ο [imípliktos] Ε5 : που έχει πάθει ημιπληγία.

[λόγ. ημι- + πληκ- (πλήττω) -τος (πρβ. μσν. ημίπληκτος `μισοχτυπημένος΄)]

ημιπολύτιμος -η -ο [imipolítimos] Ε5 : για λίθους με μικρότερη σκληρότητα, καθαρότητα και λάμψη και, κατά συνέπεια, με μικρότερη αξία από τους πολύτιμους: Ο όνυχας ανήκει στους ημιπολύτιμους λίθους.

[λόγ. ημι- + πολύτιμος μτφρδ. γαλλ. (pierre) demi-pré cieuse]

ημίρρευστος -η -ο [imírefstos] Ε5 : (για υγρά) που δεν είναι εντελώς ρευστός: Ουσίες σε ημίρρευστη κατάσταση.

[λόγ. ημι- + ρευστ(ός) -ος (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]

ημισέληνος η [imisélinos] Ο36 : καθετί που έχει σχήμα μισοφέγγαρου ή εικονίζει μισοφέγγαρο, συνήθ. η τουρκική σημαία: Στα κατεχόμενα εδάφη της Kύπρου υψώθηκε η ~. || ως σύμβολο του μουσουλμανισμού: Πάλη του σταυρού με την ημισέληνο. || Ερυθρά Hμισέληνος, οργάνωση των μουσουλμανικών χωρών, αντίστοιχη με τον Ερυθρό Σταυρό.

[λόγ. ημι- + σελήν(η) -ος κατά το πανσέληνος και το γαλανόλευκος μτφρδ. τουρκ. yarιmay ή γερμ. Halbmond]

ημίσκληρος -η -ο [imískliros] Ε5 : (συνήθ. για τυρί) που δεν είναι πολύ σκληρός.

[λόγ. ημι- + σκληρ(ός) -ος]

ημιστίχιο το [imistíxio] Ο42 : το καθένα από τα δύο τμήματα, στα οποία χωρίζεται ένας μετρικός στίχος.

[λόγ. < ελνστ. ἡμιστίχιον]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες