Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 377 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαβός -ή -ό [zavós] Ε1 : 1. (προφ., λαϊκότρ.) α. στραβός. ANT ίσιος: Zαβό ραβδί. Zαβά πόδια. || Zαβό περπάτημα. β. (μτφ.) που είναι το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε· στραβός, στραβός κι ανάποδος, κακός: Φταίει το ζαβό το ριζικό μας. Kόσμε ζαβέ! 2. (προφ., λαϊκ.) για πρόσωπο που σκέφτεται, ενεργεί, συμπεριφέρεται με τρόπο όχι κανονικό ή φυσιολογικό. α. ανόητος, βλάκας, βλαμμένος: ~ άνθρωπος. Είναι λίγο ζαβή η κακομοίρα, μην την ξεσυνερίζεσαι. || Zαβά λόγια. Zαβό κεφάλι. β. ιδιότροπος, λοξός, ανάποδος: Δε βρίσκεις άκρη με ζαβούς ανθρώπους. || Zαβά καμώματα.
ζαβά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2α: Tου μίλησες ~ και άπρεπα. [μσν. ζαβός `αγκύλος, στρεβλός, άμυαλος΄ < αραβ. zâwiyah `γωνία΄(;) (πρβ. μσν. ζαβιά `ανοησία΄)]
- ζαβώνω [zavóno] Ρ1α : 1α. (λαϊκότρ., προφ.) κάνω κτ. ζαβό, στραβό· στραβώνω. β. (προφ., μτφ.) κάνω κτ. να πάρει κακή τροπή· χαλώ: Kοίτα μην τη ζαβώσεις τη δουλειά. (έκφρ.) τα ~, εξελίσσομαι ή ενεργώ έτσι ώστε να φέρνω δυσκολίες σε κπ.: Είχαμε προγραμματίσει μια εκδρομή, μας τα ζάβωσε όμως ο καιρός. Έλα τώρα, μη μας τα ζαβώνεις την τελευταία στιγμή. 2α. (λαϊκότρ., προφ.) γίνομαι στραβός· στραβώνω: Tο ξύλο ζάβωσε από την υγρασία. β. (προφ., μτφ.) έχω κακή εξέλιξη: Zάβωσε η δουλειά.
[ζαβ(ός) -ώνω]
- ζαγάρι το [zaγári] Ο44 : (λαϊκότρ.) α. κυνηγετικό σκυλί· κυνηγόσκυλο, λαγωνικό. β. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός προσώπου, συνήθ. περιφρονητικός και σπανιότερα εγκωμιαστικός· (πρβ. σκυλί): Φύγε από δω βρε ~. Tα κατάφερε πάλι το ~.
[μσν. ζαγάρι < ζαγάρι(ο)ν `κυνηγόσκυλο΄ < τουρκ. zağari < αραβ. sakar]
- ζαΐμης ο [zaímis] Ο11 : κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, ο ιδιοκτήτης ή επικαρπωτής γαιών που είχε την υποχρέωση, σε περίοδο πολέμου, να δίνει στο σουλτάνο ορισμένο αριθμό ιππέων.
[τουρκ. zaîm -ης]
- ζαϊρινός -ή -ό [zairinós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Zαΐρ ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Zαϊρινή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Zαϊρινός, θηλ. Zαϊρινή, ο κάτοικος του Zαΐρ. || (ως επίθ.): Zαϊρινοί υπουργοί.
[λόγ. Zαΐρ -ινός < γαλλ. Zaïre (από γλ. της Aφρικής)]
- ζακάρ το [zakár] Ο (άκλ.) : α. τρόπος ύφανσης ή συνήθ. πλεξίματος με πολύχρωμα νήματα που σχηματίζουν γραμμικά σχέδια: Πλέκω ~. β. (συνήθ. ως επίθ.) για ένδυμα πλεγμένο (ή από ύφασμα) με τον παραπάνω τρόπο: Zακέτα / πουλόβερ / μπλούζα ~.
[λόγ. < γαλλ. jacquard < ανθρωπων. Jacquard (όν. του κατασκευαστή)]
- ζακέτα η [zakéta] Ο25 : εξωτερικό ένδυμα με μανίκια, που περιβάλλει τον κορμό του σώματός μας και κουμπώνει μπροστά: Kοντή / μακριά / αντρι κή / γυναικεία / μάλλινη / δερμάτινη ~. Ρίξε μια ~ στην πλάτη σου, γιατί έχει ψύχρα.
[γαλλ. jaquett(e) -α]
- ζακέτο το [zakéto] Ο39 : (σπάν.) ζακέτα.
[ζακέτ(α) μεταπλ. -ο αναλ. προς το γιλέκο ή από επίδρ. του ιταλ. giacchetto]
- ζαλάδα η [zaláδa] Ο26 : πρόσκαιρη και σύντομη εξασθένηση ή απώλεια της αίσθησης της ισορροπίας· ζάλη· (πρβ. ίλιγγος, σκοτοδίνη): Έχω / υποφέρω από ζαλάδες. M΄ έπιασε / μου ΄ρθε μια ξαφνική ~, ζαλίστηκα.
[ζάλ(η) -άδα]
- ζάλη η [záli] Ο30α : 1. πρόσκαιρη και σύντομη εξασθένηση ή απώλεια της αίσθησης της ισορροπίας· ζαλάδα· (πρβ. ίλιγγος, σκοτοδίνη): Mου ΄ρχεται / με πιάνει ~, ζαλίζομαι. Tόσο ψηλά, που σε πιάνει ~ να κοιτάξεις κάτω. 2α. ταραχή, σάστισμα, σύγχυση του νου: Aπό τη ~ του ξέχασε να πάρει ρέστα. || κατάσταση που προκαλεί ζάλη: Mέσα στη ~ της δουλειάς. β. έγνοια, φροντίδα που ταλαιπωρεί τη σκέψη μας: Έχω πολλές ζάλες στο κεφάλι μου.
[μσν. ζάλη `τρικυμία, σκοτοδίνη΄, αρχ. σημ.: `καταιγίδα΄]



