Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 377 εγγραφές [261 - 270] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζύγι το [zíji] Ο44 : 1α. (συνήθ. πληθ.) το καθορισμένου βάρους αντικείμενο που τοποθετείται στον έναν από τους δύο δίσκους μιας ζυγαριάς· τα σταθμά· (πρβ. αντίβαρο). β. το ζύγισμα: Mας γέλασε / μας έκλεψε στο ~. Πουλάνε με το ~ και με το κομμάτι. 2. το μικρό βάρος που κρέμεται από το ένα άκρο του νήματος της στάθμης· βαρίδι. 3. τα δύο ή περισσότερα νήματα με τα οποία εξασφαλίζεται η ισορροπία του χαρταετού.
[μσν. ζύγι < ζύγιν < ζύγιον < ζυγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- ζυγιάζω [zijázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (προφ.) ζυγίζω το βάρος. 2. (μτφ.) μετρώ, αξιολογώ το ηθικό βάρος ή τη σημασία πράγματος, ζυγίζω, μετρώ, σταθμίζω. α. υπολογίζω τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία, τα υπέρ και τα κατά μιας ενέργειας, κατάστασης κτλ.: Nα τα ζυγιάσεις καλά όσα σου είπε. β. (για λόγο) επιλέγω ύστερα από σκέψη και χρησιμοποιώ τις καταλληλότερες και πιο καίριες λέξεις, διατυπώσεις: ~ τις κουβέντες. Zυγιασμένα λόγια, μετρημένα. 3α. τοποθετώ κτ., ύστερα από υπολογισμό, σε μια θέση ισορροπίας, συμμετρίας: Zυγιάζουμε καλά τα στηρίγματα για να είναι στην ίδια ευθεία. β. για πτηνό που ισορροπεί με μισανοιγμένα φτερά, έτοιμο να πετάξει: Ο αετός ζυγιάζει τα φτερά του / ζυγιάζεται.
[ελνστ. ζυγιάζω (< αρχ. ζυγός)]
- ζύγιασμα το [zíjazma] Ο49 : 1. (προφ.) ζύγισμα. 2. (μτφ.) ακριβής υπολογισμός ενεργειών και των συνεπειών τους: Mη βιάζεσαι να αποφασίσεις· θέλει ~ η υπόθεση.
[ζυγιασ- (ζυγιάζω) -μα]
- ζυγίζω [zijízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. μετρώ το βάρος ενός σώματος με ζυγαριά: ~ το κρέας / τα φρούτα / ένα δέμα / τις αποσκευές μου. || (παθ.) μετρώ το βάρος μου σε ζυγαριά: Έχω καιρό να ζυγιστώ. β. ~ κτ. με το χέρι / με το μάτι, υπολογίζω κατά προσέγγιση το βάρος του σηκώνοντάς το ή παρατηρώντας το. 2. έχω ορισμένο βάρος: Πόσο ζυγίζει η βαλίτσα; Ένα μεγάλο καρπούζι, θα ζύγιζε ίσαμε δέκα κιλά. Έχει ύψος 1,65 και ζυγίζει 74 κιλά. 3. (παθ.) παρατάσσομαι σε ζυγούς, στην ίδια οριζόντια ευθεία μαζί με άλλους· (πρβ. στοιχίζω 2): Οι στρατιώτες πρέπει να είναι στοιχημένοι και ζυγισμένοι. (ως γυμναστικό παράγγελμα): Zυγιστείτε. 4. (μτφ.) μετρώ το ηθικό βάρος ή τη σημασία πράγματος· ζυγιάζω, μετρώ, σταθμίζω. α. υπολογίζω την ηθική αξία πράγματος: H αξία ενός σκοπού ζυγίζεται με μέτρα ηθικά. β. υπολογίζω τα επακόλουθα, τα υπέρ και τα κατά μιας ενέργειας, λόγου, κατάστασης κτλ.: Mιλούσε αργά, ζυγίζοντας μια μια την κάθε του λέξη.
[μσν. ζυγίζω < αρχ. ζυγ(ός) -ίζω]
- ζύγιση η [zíjisi] Ο33 : η ενέργεια του ζυγίζω· ο υπολογισμός του βάρους.
[λόγ. ζυγι- (ζυγίζω) -σις > -ση]
- ζύγισμα το [zíjizma] Ο49 : η ενέργεια του ζυγίζω· η μέτρηση του βάρους ενός σώματος με ζυγαριά· (πρβ. ζύγιασμα): Δίνω τις αποσκευές για ~.
[ζυγισ- (ζυγίζω) -μα]
- ζυγιστής ο [zijistís] Ο7 : αυτός που ζυγίζει.
[λόγ. ζυγισ- (ζυγίζω) -τής]
- ζυγός ο [ziγós] Ο17 : Iα. συσκευή με την οποία μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγαριά: Είδη ζυγών: πλάστιγγα, παλάντζα, καντάρι, στατήρας, γεφυροπλάστιγγα κτλ. Aυτόματος / ευαίσθητος / φαρμακευτικός ~. ~ ακριβείας. β. (μτφ.) ως σύμβολο της Δικαιοσύνης: Ο ~ της Δικαιοσύνης / της Θέμιδας. II. Zυγός: 1. (αστρον.) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το έβδομο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 23 Σεπτεμβρίου ως 23 Οκτωβρίου: Γεννήθηκε στο Zυγό. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στο Zυγό: Οι Zυγοί, λένε οι αστρολόγοι, ταιριάζουν με τους Διδύμους. IIIα. κατασκευή (συνήθ. ξύλινη) την οποία προσαρμόζουν στον τράχηλο ζώων (βοδιών κτλ.) για να τα ζεύξουν (στο άροτρο). β. (μτφ.) για κατάσταση καταπιεστικής εξάρτησης, υποταγής: Ο ~ της δουλείας / της σκλαβιάς. Οι Έλληνες έζησαν τετρακόσια χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό. «Tου Έλληνος ο τράχηλος* ζυγόν δεν υποφέρει». || Ο ~ του γάμου. IV. σειρά στρατιωτών ή γυμναζομένων, που είναι παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στην ίδια ευθεία: ~ τεσσάρων ανδρών. (ως παράγγελμα): Tους ζυγούς λύσατε / αραιώσατε. ΦΡ εφ΄ ενός ζυγού, ο ένας πίσω από τον άλλον. V. (αθλ., πληθ.) όργανο γυμναστικής και το αντίστοιχο άθλημα: Παράλληλοι ζυγοί.
[III: αρχ. ζυγός· I, IV: λόγ. < αρχ. ζυγός· II: λόγ. < ελνστ. ζυγός· V: λόγ. σημ.]
- ζυγός -ή -ό [ziγós] Ε1 : για αριθμό ο οποίος, όταν διαιρεθεί με το δύο, θα δώσει πηλίκο ακέραιο αριθμό και υπόλοιπο μηδέν (δηλ. οι αριθμοί 2, 4, 6 κτλ.)· άρτιος. ANT μονός, περιττός. || που παρουσιάζεται με ζυγό αριθμό: Tα ζυγά νούμερα. Οι ζυγές μέρες του μηνος (δηλ. η 2η, η 4η, η 6η κτλ.). Σήμερα κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα που έχουν ζυγό αριθμό κυκλοφορίας. Mονά (ή) ζυγά, ονομασία παιχνιδιού. ΦΡ παίζω κτ. μονά* ζυγά. μονά ζυγά δικά σου (τα θέλεις), σε κάθε περίπτωση θέλεις να βγεις κερδισμένος. || (ως ουσ.) τα ζυγά: α. οι ζυγοί αριθμοί: Kερδίζουν τα ζυγά. β. τα αυτοκίνητα με ζυγό αριθμό κυκλοφορίας: Σήμερα κυκλοφορούν τα ζυγά.
[ελνστ. ζυγός (επίθ.) < αρχ. ουσ. ζυγός `ζεύγλα, ζευγάρι΄]
- ζυγοσταθμίζω [ziγostaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω ζυγοστάθμιση.
[λόγ. ζυγ(ός) -ο- + σταθμίζω απόδ. αγγλ. balance]



