Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ζ*
377 εγγραφές [211 - 220]
ζορμπαλίκι το [zorbalíki] & ζορμπαδιλίκι το [zorbaδilíki] Ο44α : (προφ.) βίαιη, αυθαίρετη και τυραννική συμπεριφορά ή ενέργεια· (πρβ. νταηλίκι, ζοριλίκι, αντριλίκι): Άσε τα ζορμπαλίκια, γιατί δεν περνάνε σ΄ εμένα.

[τουρκ. zorbalik -ι· ζορμπαδ- (ζορμπάς) -ιλίκι]

ζορμπάς ο [zorbás] Ο1 : (παρωχ.) α. για πρόσωπο που έχει χαρακτήρα αυταρχικό και καταπιεστικό. β. μέλος ομάδας οπλοφόρων που παρεκτρέπονταν σε βιαιοπραγίες.

[τουρκ. zorba -s]

ζου το [zú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ζήτα.

[από το φθόγγο που συμβολίζει το γράμμα ζήτα με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

ζούγκλα η [zúŋgla] Ο25 : α. κοινή ονομασία για τα παρθένα δάση των τροπικών χωρών, όπου ζουν πολλά άγρια ζώα και θηρία: Οι ζούγκλες της Aφρικής / της Nότιας Aμερικής. Tαρζάν, ο άρχοντας της ζούγκλας. β. (μτφ.) για χώρο, περιβάλλον ή κατάσταση, όπου η αυθαιρεσία, η βία και ο οξύτατος ανταγωνισμός χαρακτηρίζουν κάθε ατομική ή ομαδική δραστηριότητα: H ~ της κοινωνίας. ~ έγινε η κοινωνία μας. H ~ των πόλεων. H ~ της ασφάλτου. (έκφρ.) ο νόμος της ζούγκλας, οι σκληρές, απάνθρωπες μέθοδοι ή πρακτικές που χρησιμοποιούνται σε έναν ανταγωνισμό για την επικράτηση κάποιου.

[λόγ. < γαλλ. jungl(e) (ορθογρ. δαν.) < αγγλ. jungle (ινδ. προέλ.)]

ζούδι το [zúδi] Ο44α : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1. γενική ονομασία για πολύ μικρά ζώα ή ζωύφια: «Kαι σαν μερμήγκια, λέω, ποδοπατιούνται οι άνθρωποι, πιο ανυπεράσπιστοι απ΄ τα ζούδια». 2. (μτφ., μειωτ. και περιφρονητικά) αδύναμος, ασήμαντος άνθρωπος.

[μσν. ζούδιον < ελνστ. ζῴδιον (αρχ. σημ.: δες ζώδιο), με τροπή [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούδι(ον)]

ζούζουλο το [zúzulo] Ο41 : α. ζωύφιο, ζουζούνι. β. (μτφ., χαϊδευτικά) μικρό παιδί, ζωηρό και άτακτο.

[σλαβ. zuzel `σκαθάρι΄ -ο, με τροπή [e > u] από επίδρ. του [l] ή προχωρ. αφομ. [u-e > u-u] ]

ζουζούνα η [zuzúna] Ο25α : (χαϊδευτικά) για αγαπημένο πρόσωπο γυναικείου φύλου.

[ζουζουν(ι)β ]

ζουζούνι το [zuzúni] Ο44 : α. γενική ονομασία για οποιοδήποτε μικρό έντομο και ιδιαίτερα γι΄ αυτά που αναπτύσσονται στους αποξηραμένους καρπούς των οσπρίων και των δημητριακών· (πρβ. μαμούνι) ή γι΄ αυτά που πετούν με βόμβο. β. (μτφ., χαϊδευτικά) για αγαπημένο πρόσωπο, συνήθ. παιδί. ζουζουνάκι το YΠΟKΟΡ.

[ηχομιμ. < ήχο ζου ζ(ου) -ούνι με επίδρ. της λ. μαμούνι]

ζουζουνίζω [zuzunízo] Ρ2.1α : (κυρ. για έντομο) παράγω οξύ ήχο, που μοιάζει με παρατεταμένο [z].

[ζουζούν(ι) -ίζω]

ζουζούνισμα το [zuzúnizma] Ο49 : οξύς ήχος, ο οποίος μοιάζει με παρατεταμένο [z] και τον οποίο παράγουν κάποια έντομα, όταν πετούν.

[ζουζουνισ- (ζουζουνίζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 20 21 [22] 23 24 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες